ΞΑΦΝΙΑΖΩ
I scare
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ξαφνιάζω ξαφνιάζουμε, ξαφνιάζομε ξαφνιάζομαι ξαφνιαζόμαστε
ξαφνιάζεις ξαφνιάζετε ξαφνιάζεσαι ξαφνιάζεστε, ξαφνιαζόσαστε
ξαφνιάζει ξαφνιάζουν(ε) ξαφνιάζεται ξαφνιάζονται
Imper
fect
ξάφνιαζα ξαφνιάζαμε ξαφνιαζόμουν(α) ξαφνιαζόμαστε, ξαφνιαζόμασταν
ξάφνιαζες ξαφνιάζατε ξαφνιαζόσουν(α) ξαφνιαζόσαστε, ξαφνιαζόσασταν
ξάφνιαζε ξάφνιαζαν, ξαφνιάζαν(ε) ξαφνιαζόταν(ε) ξαφνιάζονταν, ξαφνιαζόντανε, ξαφνιαζόντουσαν
Aorist ξάφνιασα ξαφνιάσαμε ξαφνιάστηκα ξαφνιαστήκαμε
ξάφνιασες ξαφνιάσατε ξαφνιάστηκες ξαφνιαστήκατε
ξάφνιασε ξάφνιασαν, ξαφνιάσαν(ε) ξαφνιάστηκε ξαφνιάστηκαν, ξαφνιαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ξαφνιάσει
έχω ξαφνιασμένο
έχουμε ξαφνιάσει
έχουμε ξαφνιασμένο
έχω ξαφνιαστεί
είμαι ξαφνιασμένος, -η
έχουμε ξαφνιαστεί
είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
έχεις ξαφνιάσει
έχεις ξαφνιασμένο
έχετε ξαφνιάσει
έχετε ξαφνιασμένο
έχεις ξαφνιαστεί
είσαι ξαφνιασμένος, -η
έχετε ξαφνιαστεί
είστε ξαφνιασμένοι, -ες
έχει ξαφνιάσει
έχει ξαφνιασμένο
έχουν ξαφνιάσει
έχουν ξαφνιασμένο
έχει ξαφνιαστεί
είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
έχουν ξαφνιαστεί
είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ξαφνιάσει
είχα ξαφνιασμένο
είχαμε ξαφνιάσει
είχαμε ξαφνισμένο
είχα ξαφνιαστεί
ήμουν ξαφνιασμένος, -η
είχαμε ξαφνιαστεί
ήμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
είχες ξαφνιάσει
είχες ξαφνιασμένο
είχατε ξαφνιάσει
είχατε ξαφνιασμένο
είχες ξαφνιαστεί
ήσουν ξαφνιασμένος, -η
είχατε ξαφνιαστεί
ήσαστε ξαφνιασμένοι, -ες
είχε ξαφνιάσει
είχε ξαφνιασμένο
είχαν ξαφνιάσει
είχαν ξαφνιασμένο
είχε ξαφνιαστεί
ήταν ξαφνιασμένος, -η, -ο
είχαν ξαφνιαστεί
ήταν ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ξαφνιάζω θα ξαφνιάζουμε, θα ξαφνιάζομε θα ξαφνιάζομαι θα ξαφνιαζόμαστε
θα ξαφνιάζεις θα ξαφνιάζετε θα ξαφνιάζεσαι θα ξαφνιάζεστε, θα ξαφνιαζόσαστε
θα ξαφνιάζει θα ξαφνιάζουν(ε) θα ξαφνιάζεται θα ξαφνιάζονται
Simp
Fut
θα ξαφνιάσω θα ξαφνιάσουμε, θα ξαφνιάζομε θα ξαφνιαστώ θα ξαφνιαστούμε
θα ξαφνιάσεις θα ξαφνιάσετε θα ξαφνιαστείς θα ξαφνιαστείτε
θα ξαφνιάσει θα ξαφνιάσουν(ε) θα ξαφνιαστεί θα ξαφνιαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ξαφνιάσει
θα έχω ξαφνιασμένο
θα έχουμε ξαφνιάσει
θα έχουμε ξαφνιασμένο
θα έχω ξαφνιαστεί
θα είμαι ξαφνιασμένος, -η
θα έχουμε ξαφνιαστεί
θα είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
θα έχεις ξαφνιάσει
θα έχεις ξαφνιασμένο
θα έχετε ξαφνιάσει
θα έχετε ξαφνιασμένο
θα έχεις ξαφνιαστεί
θα είσαι ξαφνιασμένος, -η
θα έχετε ξαφνιαστεί
θα είστε ξαφνιασμένοι, -ες
θα έχει ξαφνιάσει
θα έχει ξαφνιασμένο
θα έχουν ξαφνιάσει
θα έχουν ξαφνιασμένο
θα έχει ξαφνιαστεί
θα είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ξαφνιαστεί
θα είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ξαφνιάζω να ξαφνιάζουμε, να ξαφνιάζομε να ξαφνιάζομαι να ξαφνιαζόμαστε
να ξαφνιάζεις να ξαφνιάζετε να ξαφνιάζεσαι να ξαφνιάζεστε, να ξαφνιαζόσαστε
να ξαφνιάζει να ξαφνιάζουν(ε) να ξαφνιάζεται να ξαφνιάζονται
Aorist να ξαφνιάσω να ξαφνιάσουμε, να ξαφνιάσομε να ξαφνιαστώ να ξαφνιαστούμε
να ξαφνιάσεις να ξαφνιάσετε να ξαφνιαστείς να ξαφνιαστείτε
να ξαφνιάσει να ξαφνιάσουν(ε) να ξαφνιαστεί να ξαφνιαστούν(ε)
Perf να έχω ξαφνιάσει
να έχω ξαφνιασμένο
να έχουμε ξαφνιάσει
να έχουμε ξαφνιασμένο
να έχω ξαφνιαστεί
να είμαι ξαφνιασμένος, -η
να έχουμε ξαφνιαστεί
να είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
να έχεις ξαφνιάσει
να έχεις ξαφνιασμένο
να έχετε ξαφνιάσει
να έχετε ξαφνιασμένο
να έχεις ξαφνιαστεί
να είσαι ξαφνιασμένος, -η
να έχετε ξαφνιαστεί
να είστε ξαφνιασμένοι, -ες
να έχει ξαφνιάσει
να έχει ξαφνιασμένο
να έχουν ξαφνιάσει
να έχουν ξαφνιασμένο
να έχει ξαφνιαστεί
να είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
να έχουν ξαφνιαστεί
να είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ξάφνιαζε ξαφνιάζετε ξαφνιάζεστε
Aorist ξάφνιασε ξαφνιάστε ξαφνιάσου ξαφνιαστείτε
Part
iciple
Pres ξαφνιάζοντας ξαφνιαζόμενος
Perf έχοντας ξαφνιάσει, έχοντας ξαφνιασμένο ξαφνιασμένος, -η, -ο ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ξαφνιάσει ξαφνιαστεί