ΚΡΕΜΩ
I hang
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κρεμάω, κρεμώ κρεμάμε, κρεμούμε κρεμιέμαι κρεμιόμαστε
κρεμάς κρεμάτε κρεμιέσαι κρεμιέστε, κρεμιόσαστε
κρεμάει, κρεμά κρεμάν(ε), κρεμούν(ε) κρεμιέται κρεμιούνται, κρεμιόνται
Imper
fect
κρεμούσα, κρέμαγα κρεμούσαμε, κρεμάγαμε κρεμιόμουν(α) κρεμιόμαστε, κρεμιόμασταν
κρεμούσες, κρέμαγες κρεμούσατε, κρεμάγατε κρεμιόσουν(α) κρεμιόσαστε, κρεμιόσασταν
κρεμούσε, κρέμαγε κρεμούσαν(ε), κρέμαγαν, κρεμάγανε κρεμιόταν(ε) κρεμιόνταν(ε), κρεμιούνταν, κρεμιόντουσαν
Aorist κρέμασα κρεμάσαμε κρεμάστηκα κρεμαστήκαμε
κρέμασες κρεμάσατε κρεμάστηκες κρεμαστήκατε
κρέμασε κρέμασαν, κρεμάσαν(ε) κρεμάστηκε κρεμάστηκαν, κρεμαστήκαν(ε)
Perf
ect
έχω κρεμάσει
έχω κρεμασμένο
έχουμε κρεμάσει
έχουμε κρεμασμένο
έχω κρεμαστεί
είμαι κρεμασμένος, -η
έχουμε κρεμαστεί
είμαστε κρεμασμένοι, -ες
έχεις κρεμάσει
έχεις κρεμασμένο
έχετε κρεμάσει
έχετε κρεμασμένο
έχεις κρεμαστεί
είσαι κρεμασμένος, -η
έχετε κρεμαστεί
είστε κρεμασμένοι, -ες
έχει κρεμάσει
έχει κρεμασμένο
έχουν κρεμάσει
έχουν κρεμασμένο
έχει κρεμαστεί
είναι κρεμασμένος, -η, -ο
έχουν κρεμαστεί
είναι κρεμασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα κρεμάσει
είχα κρεμασμένο
είχαμε κρεμάσει
είχαμε κρεμασμένο
είχα κρεμαστεί
ήμουν κρεμασμένος, -η
είχαμε κρεμαστεί
ήμαστε κρεμασμένοι, -ες
είχες κρεμάσει
είχες κρεμασμένο
είχατε κρεμάσει
είχατε κρεμασμένο
είχες κρεμαστεί
ήσουν κρεμασμένος, -η
είχατε κρεμαστεί
ήσαστε κρεμασμένοι, -ες
είχε κρεμάσει
είχε κρεμασμένο
είχαν κρεμάσει
είχαν κρεμασμένο
είχε κρεμαστεί
ήταν κρεμημενος, -η, -ο
είχαν κρεμαστεί
ήταν κρεμασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κρεμάω, θα κρεμώ θα κρεμάμε, θα κρεμούμε θα κρεμιέμαι θα κρεμιόμαστε
θα κρεμάς θα κρεμάτε θα κρεμιέσαι θα κρεμιέστε, θα κρεμιόσαστε
θα κρεμάει, θα κρεμά θα κρεμάν(ε), θα κρεμούν(ε) θα κρεμιέται θα κρεμιούνται, θα κρεμιόνται
Simp
Fut
θα κρεμάσω θα κρεμάσουμε, θα κρεμάσομε θα κρεμαστώ θα κρεμαστούμε
θα κρεμάσεις θα κρεμάσετε θα κρεμαστείς θα κρεμαστείτε
θα κρεμάσει θα κρεμάσουν(ε) θα κρεμαστεί θα κρεμαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κρεμάσει
θα έχω κρεμασμένο
θα έχουμε κρεμάσει
θα έχουμε κρεμασμένο
θα έχω κρεμαστεί
θα είμαι κρεμασμένος, -η
θα έχουμε κρεμαστεί
θα είμαστε κρεμασμένοι, -ες
θα έχεις κρεμάσει
θα έχεις κρεμασμένο
θα έχετε κρεμάσει
θα έχετε κρεμασμένο
θα έχεις κρεμαστεί
θα είσαι κρεμασμένος, -η
θα έχετε κρεμαστεί
θα είστε κρεμημενοι, -ες
θα έχει κρεμάσει
θα έχει κρεμασμένο
θα έχουν κρεμάσει
θα έχουν κρεμασμένο
θα έχει κρεμαστεί
θα είναι κρεμημένος, -η, -ο
θα έχουν κρεμαστεί
θα είναι κρεμασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κρεμάω, να κρεμώ να κρεμάμε, να κρεμούμε να κρεμιέμαι να κρεμιόμαστε
να κρεμάς να κρεμάτε να κρεμιέσαι να κρεμιέστε
να κρεμάει, να κρεμά να κρεμάν(ε), να κρεμούν(ε) να κρεμιέται να κρεμιούνται, να κρεμιόνται
Aorist να κρεμάσω να κρεμάσουμε, να κρεμάσομε να κρεμαστώ να κρεμαστούμε
να κρεμάσεις να κρεμάσετε να κρεμαστείς να κρεμαστείτε
να κρεμάσει να κρεμάσουν(ε) να κρεμαστεί να κρεμαστούν(ε)
Perf να έχω κρεμάσει
να έχω κρεμασμένο
να έχουμε κρεμάσει
να έχουμε κρεμασμένο
να έχω κρεμαστεί
να είμαι κρεμασμένος, -η
να έχουμε κρεμαστεί
να είμαστε κρεμημενοι, -ες
να έχεις κρεμάσει
να έχεις κρεμασμένο
να έχετε κρεμάσει
να έχετε κρεμασμένο
να έχεις κρεμαστεί
να είσαι κρεμασμένος, -η
να έχετε κρεμαστεί
να είστε κρεμασμένοι, -η
να έχει κρεμάσει
να έχει κρεμασμένο
να έχουν κρεμάσει
να έχουν κρεμασμένο
να έχει κρεμαστεί
να είναι κρεμημένος, -η, -ο
να έχουν κρεμαστεί
να είναι κρεμασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κρέμα, κρέμαγε κρεμάτε κρεμιέστε
Aorist κρέμασε, κρέμα κρεμάστε κρεμάσου κρεμαστείτε
Part
iciple
Pres κρεμώντας
Perf έχοντας κρεμάσει, έχοντας κρεμασμένο κρεμασμένος, -η, -ο κρεμασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κρεμάσει κρεμαστεί