[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΟΥΡΔΙΖΩ
I wind up
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κουρδίζω κουρδίζουμε, κουρδίζομε κουρδίζομαι κουρδιζόμαστε
κουρδίζεις κουρδίζετε κουρδίζεσαι κουρδίζεστε, κουρδιζόσαστε
κουρδίζει κουρδίζουν(ε) κουρδίζεται κουρδίζονται
Imper
fect
κούρδιζα κουρδίζαμε κουρδιζόμουν(α) κουρδιζόμαστε, κουρδιζόμασταν
κούρδιζες κουρδίζατε κουρδιζόσουν(α) κουρδιζόσαστε, κουρδιζόσασταν
κούρδιζε κούρδιζαν, κουρδίζαν(ε) κουρδιζόταν(ε) κουρδίζονταν, κουρδιζόντανε, κουρδιζόντουσαν
Aorist κούρδισα κουρδίσαμε κουρδίστηκα κουρδιστήκαμε
κούρδισες κουρδίσατε κουρδίστηκες κουρδιστήκατε
κούρδισε κούρδισαν, κουρδίσαν(ε) κουρδίστηκε κουρδίστηκαν, κουρδιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω κουρδίσει
έχω κουρδισμένο
έχουμε κουρδίσει
έχουμε κουρδισμένο
έχω κουρδιστεί
είμαι κουρδισμένος, -η
έχουμε κουρδιστεί
είμαστε κουρδισμένοι, -ες
έχεις κουρδίσει
έχεις κουρδισμένο
έχετε κουρδίσει
έχετε κουρδισμένο
έχεις κουρδιστεί
είσαι κουρδισμένος, -η
έχετε κουρδιστεί
είστε κουρδισμένοι, -ες
έχει κουρδίσει
έχει κουρδισμένο
έχουν κουρδίσει
έχουν κουρδισμένο
έχει κουρδιστεί
είναι κουρδισμένος, -η, -ο
έχουν κουρδιστεί
είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κουρδίσει
είχα κουρδισμένο
είχαμε κουρδίσει
είχαμε κουρδισμένο
είχα κουρδιστεί
ήμουν κουρδισμένος, -η
είχαμε κουρδιστεί
ήμαστε κουρδισμένοι, -ες
είχες κουρδίσει
είχες κουρδισμένο
είχατε κουρδίσει
είχατε κουρδισμένο
είχες κουρδιστεί
ήσουν κουρδισμένος, -η
είχατε κουρδιστεί
ήσαστε κουρδισμένοι, -ες
είχε κουρδίσει
είχε κουρδισμένο
είχαν κουρδίσει
είχαν κουρδισμένο
είχε κουρδιστεί
ήταν κουρδισμένος, -η, -ο
είχαν κουρδιστεί
ήταν κουρδισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κουρδίζω θα κουρδίζουμε, θα κουρδίζομε θα κουρδίζομαι θα κουρδιζόμαστε
θα κουρδίζεις θα κουρδίζετε θα κουρδίζεσαι θα κουρδίζεστε, θα κουρδιζόσαστε
θα κουρδίζει θα κουρδίζουν(ε) θα κουρδίζεται θα κουρδίζονται
Simp
Fut
θα κουρδίσω θα κουρδίσουμε, θα κουρδίζομε θα κουρδιστώ θα κουρδιστούμε
θα κουρδίσεις θα κουρδίσετε θα κουρδιστείς θα κουρδιστείτε
θα κουρδίσει θα κουρδίσουν(ε) θα κουρδιστεί θα κουρδιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κουρδίσει
θα έχω κουρδισμένο
θα έχουμε κουρδίσει
θα έχουμε κουρδισμένο
θα έχω κουρδιστεί
θα είμαι κουρδισμένος, -η
θα έχουμε κουρδιστεί
θα είμαστε κουρδισμένοι, -ες
θα έχεις κουρδίσει
θα έχεις κουρδισμένο
θα έχετε κουρδίσει
θα έχετε κουρδισμένο
θα έχεις κουρδιστεί
θα είσαι κουρδισμένος, -η
θα έχετε κουρδιστεί
θα είστε κουρδισμένοι, -ες
θα έχει κουρδίσει
θα έχει κουρδισμένο
θα έχουν κουρδίσει
θα έχουν κουρδισμένο
θα έχει κουρδιστεί
θα είναι κουρδισμένος, -η, -ο
θα έχουν κουρδιστεί
θα είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κουρδίζω να κουρδίζουμε, να κουρδίζομε να κουρδίζομαι να κουρδιζόμαστε
να κουρδίζεις να κουρδίζετε να κουρδίζεσαι να κουρδίζεστε, να κουρδιζόσαστε
να κουρδίζει να κουρδίζουν(ε) να κουρδίζεται να κουρδίζονται
Aorist να κουρδίσω να κουρδίσουμε, να κουρδίσομε να κουρδιστώ να κουρδιστούμε
να κουρδίσεις να κουρδίσετε να κουρδιστείς να κουρδιστείτε
να κουρδίσει να κουρδίσουν(ε) να κουρδιστεί να κουρδιστούν(ε)
Perf να έχω κουρδίσει
να έχω κουρδισμένο
να έχουμε κουρδίσει
να έχουμε κουρδισμένο
να έχω κουρδιστεί
να είμαι κουρδισμένος, -η
να έχουμε κουρδιστεί
να είμαστε κουρδισμένοι, -ες
να έχεις κουρδίσει
να έχεις κουρδισμένο
να έχετε κουρδίσει
να έχετε κουρδισμένο
να έχεις κουρδιστεί
να είσαι κουρδισμένος, -η
να έχετε κουρδιστεί
να είστε κουρδισμένοι, -ες
να έχει κουρδίσει
να έχει κουρδισμένο
να έχουν κουρδίσει
να έχουν κουρδισμένο
να έχει κουρδιστεί
να είναι κουρδισμένος, -η, -ο
να έχουν κουρδιστεί
να είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κούρδιζε κουρδίζετε κουρδίζεστε
Aorist κούρδισε κουρδίστε κουρδίσου κουρδιστείτε
Part
iciple
Pres κουρδίζοντας κουρδιζόμενος
Perf έχοντας κουρδίσει, έχοντας κουρδισμένο κουρδισμένος, -η, -ο κουρδισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κουρδίσει κουρδιστεί