ΚΟΥΒΑΛΩ
I carry
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κουβαλάω, κουβαλώ κουβαλάμε, κουβαλούμε κουβαλιέμαι κουβαλιόμαστε
κουβαλάς κουβαλάτε κουβαλιέσαι κουβαλιέστε, κουβαλιόσαστε
κουβαλάει, κουβαλά κουβαλάν(ε), κουβαλούν(ε) κουβαλιέται κουβαλιούνται, κουβαλιόνται
Imper
fect
κουβαλούσα, κουβάλαγα κουβαλούσαμε, κουβαλάγαμε κουβαλιόμουν(α) κουβαλιόμαστε, κουβαλιόμασταν
κουβαλούσες, κουβάλαγες κουβαλούσατε, κουβαλάγατε κουβαλιόσουν(α) κουβαλιόσαστε, κουβαλιόσασταν
κουβαλούσε, κουβάλαγε κουβαλούσαν(ε), κουβάλαγαν, κουβαλάγανε κουβαλιόταν(ε) κουβαλιόνταν(ε), κουβαλιούνταν, κουβαλιόντουσαν
Aorist κουβάλησα κουβαλήσαμε κουβαλήθηκα κουβαληθήκαμε
κουβάλησες κουβαλήσατε κουβαλήθηκες κουβαληθήκατε
κουβάλησε κουβάλησαν, κουβαλήσαν(ε) κουβαλήθηκε κουβαλήθηκαν, κουβαληθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω κουβαλήσει
έχω κουβαλημένο
έχουμε κουβαλήσει
έχουμε κουβαλημένο
έχω κουβαληθεί
είμαι κουβαλημένος, -η
έχουμε κουβαληθεί
είμαστε κουβαλημένοι, -ες
έχεις κουβαλήσει
έχεις κουβαλημένο
έχετε κουβαλήσει
έχετε κουβαλημένο
έχεις κουβαληθεί
είσαι κουβαλημένος, -η
έχετε κουβαληθεί
είστε κουβαλημένοι, -ες
έχει κουβαλήσει
έχει κουβαλημένο
έχουν κουβαλήσει
έχουν κουβαλημένο
έχει κουβαληθεί
είναι κουβαλημένος, -η, -ο
έχουν κουβαληθεί
είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα κουβαλήσει
είχα κουβαλημένο
είχαμε κουβαλήσει
είχαμε κουβαλημένο
είχα κουβαληθεί
ήμουν κουβαλημένος, -η
είχαμε κουβαληθεί
ήμαστε κουβαλημένοι, -ες
είχες κουβαλήσει
είχες κουβαλημένο
είχατε κουβαλήσει
είχατε κουβαλημένο
είχες κουβαληθεί
ήσουν κουβαλημένος, -η
είχατε κουβαληθεί
ήσαστε κουβαλημένοι, -ες
είχε κουβαλήσει
είχε κουβαλημένο
είχαν κουβαλήσει
είχαν κουβαλημένο
είχε κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένος, -η, -ο
είχαν κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κουβαλάω, θα κουβαλώ θα κουβαλάμε, θα κουβαλούμε θα κουβαλιέμαι θα κουβαλιόμαστε
θα κουβαλάς θα κουβαλάτε θα κουβαλιέσαι θα κουβαλιέστε, θα κουβαλιόσαστε
θα κουβαλάει, θα κουβαλά θα κουβαλάν(ε), θα κουβαλούν(ε) θα κουβαλιέται θα κουβαλιούνται, θα κουβαλιόνται
Simp
Fut
θα κουβαλήσω θα κουβαλήσουμε, θα κουβαλήσομε θα κουβαληθώ θα κουβαληθούμε
θα κουβαλήσεις θα κουβαλήσετε θα κουβαληθείς θα κουβαληθείτε
θα κουβαλήσει θα κουβαλήσουν(ε) θα κουβαληθεί θα κουβαληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κουβαλήσει
θα έχω κουβαλημένο
θα έχουμε κουβαλήσει
θα έχουμε κουβαλημένο
θα έχω κουβαληθεί
θα είμαι κουβαλημένος, -η
θα έχουμε κουβαληθεί
θα είμαστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχεις κουβαλήσει
θα έχεις κουβαλημένο
θα έχετε κουβαλήσει
θα έχετε κουβαλημένο
θα έχεις κουβαληθεί
θα είσαι κουβαλημένος, -η
θα έχετε κουβαληθεί
θα είστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχει κουβαλήσει
θα έχει κουβαλημένο
θα έχουν κουβαλήσει
θα έχουν κουβαλημένο
θα έχει κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένος, -η, -ο
θα έχουν κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κουβαλάω, να κουβαλώ να κουβαλάμε, να κουβαλούμε να κουβαλιέμαι να κουβαλιόμαστε
να κουβαλάς να κουβαλάτε να κουβαλιέσαι να κουβαλιέστε, να κουβαλιόσαστε
να κουβαλάει, να κουβαλά να κουβαλάν(ε), να κουβαλούν(ε) να κουβαλιέται να κουβαλιούνται, να κουβαλιόνται
Aorist να κουβαλήσω να κουβαλήσουμε, να κουβαλήσομε να κουβαληθώ να κουβαληθούμε
να κουβαλήσεις να κουβαλήσετε να κουβαληθείς να κουβαληθείτε
να κουβαλήσει να κουβαλήσουν(ε) να κουβαληθεί να κουβαληθούν(ε)
Perf να έχω κουβαλήσει
να έχω κουβαλημένο
να έχουμε κουβαλήσει
να έχουμε κουβαλημένο
να έχω κουβαληθεί
να είμαι κουβαλημένος, -η
να έχουμε κουβαληθεί
να είμαστε κουβαλημένοι, -ες
να έχεις κουβαλήσει
να έχεις κουβαλημένο
να έχετε κουβαλήσει
να έχετε κουβαλημένο
να έχεις κουβαληθεί
να είσαι κουβαλημένος, -η
να έχετε κουβαληθεί
να είστε κουβαλημένοι, -η
να έχει κουβαλήσει
να έχει κουβαλημένο
να έχουν κουβαλήσει
να έχουν κουβαλημένο
να έχει κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένος, -η, -ο
να έχουν κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κουβάλα, κουβάλαγε κουβαλάτε κουβαλιέστε
Aorist κουβάλησε, κουβάλα κουβαλήστε κουβαλήσου κουβαληθείτε
Part
iciple
Pres κουβαλώντας
Perf έχοντας κουβαλήσει, έχοντας κουβαλημένο κουβαλημένος, -η, -ο κουβαλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist κουβαλήσει κουβαληθεί