[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΟΡΟΙΔΕΥΩ
Ι mock
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κοροϊδεύω κοροϊδεύουμε, κοροϊδεύομε
κοροϊδεύεις κοροϊδεύετε
κοροϊδεύει κοροϊδεύουν(ε)
Imper
fect
κορόιδευα κοροιδεύαμε
κορόιδευες κοροιδεύατε
κορόιδευε κορόιδευαν, κοροιδεύαν(ε)
Aorist κορόιδεψα κοροιδέψαμε
κορόιδεψες κοροιδέψατε
κορόιδεψε κορόιδεψαν, κοροιδέψαν(ε)
Per
fect
έχω κοροιδέψει έχουμε κοροιδέψει
έχεις κοροιδέψει έχετε κοροιδέψει
έχει κοροιδέψει έχουν κοροιδέψει
Plu
per
fect
είχα κοροιδέψει είχαμε κοροιδέψει
είχες κοροιδέψει είχατε κοροιδέψει
είχε κοροιδέψει είχαν κοροιδέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα κοροϊδεύω θα κοροϊδεύουμε, θα κοροϊδεύομε
θα κοροϊδεύεις θα κοροϊδεύετε
θα κοροϊδεύει θα κοροϊδεύουν(ε)
Simp
Fut
θα κοροιδέψω θα κοροιδέψουμε, θα κοροιδέψομε
θα κοροιδέψεις θα κοροιδέψετε
θα κοροιδέψει θα κοροιδέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κοροιδέψει θα έχουμε κοροιδέψει
θα έχεις κοροιδέψει θα έχετε κοροιδέψει
θα έχει κοροιδέψει θα έχουν κοροιδέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κοροϊδεύω να κοροϊδεύουμε, να κοροϊδεύομε
να κοροϊδεύεις να κοροϊδεύετε
να κοροϊδεύει να κοροϊδεύουν(ε)
Aorist να κοροιδέψω να κοροιδέψουμε, να κοροιδέψομε
να κοροιδέψεις να κοροιδέψετε
να κοροιδέψει να κοροιδέψουν(ε)
Perf να έχω κοροιδέψει να έχουμε κοροιδέψει
να έχεις κοροιδέψει να έχετε κοροιδέψει
να έχει κοροιδέψει να έχουν κοροιδέψει
Imper
ative
Pres κορόιδευε κοροϊδεύετε
Aorist κορόιδεψε κοροϊδέψτε, κοροϊδεύτε
Part
iciple
Pres κοροϊδεύοντας
Perf έχοντας κοροιδέψει
Infin Aorist κοροιδέψει