ΚΟΛΛΩ
I glue
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κολλάω, κολλώ κολλάμε, κολλούμε κολλιέμαι κολλιόμαστε
κολλάς κολλάτε κολλιέσαι κολλιέστε, κολλιόσαστε
κολλάει, κολλά κολλάν(ε), κολλούν(ε) κολλιέται κολλιούνται, κολλιόνται
Imper
fect
κολλούσα, κόλλαγα κολλούσαμε, κολλάγαμε κολλιόμουν(α) κολλιόμαστε, κολλιόμασταν
κολλούσες, κόλλαγες κολλούσατε, κολλάγατε κολλιόσουν(α) κολλιόσαστε, κολλιόσασταν
κολλούσε, κόλλαγε κολλούσαν(ε), κόλλαγαν, κολλάγανε κολλιόταν(ε) κολλιόνταν(ε), κολλιούνταν, κολλιόντουσαν
Aorist κόλλησα κολλήσαμε κολλήθηκα κολληθήκαμε
κόλλησες κολλήσατε κολλήθηκες κολληθήκατε
κόλλησε κόλλησαν, κολλήσαν(ε) κολλήθηκε κολλήθηκαν, κολληθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω κολλήσει
έχω κολλημένο
έχουμε κολλήσει
έχουμε κολλημένο
έχω κολληθεί
είμαι κολλημένος, -η
έχουμε κολληθεί
είμαστε κολλημένοι, -ες
έχεις κολλήσει
έχεις κολλημένο
έχετε κολλήσει
έχετε κολλημένο
έχεις κολληθεί
είσαι κολλημένος, -η
έχετε κολληθεί
είστε κολλημένοι, -ες
έχει κολλήσει
έχει κολλημένο
έχουν κολλήσει
έχουν κολλημένο
έχει κολληθεί
είναι κολλημένος, -η, -ο
έχουν κολληθεί
είναι κολλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα κολλήσει
είχα κολλημένο
είχαμε κολλήσει
είχαμε κολλημένο
είχα κολληθεί
ήμουν κολλημένος, -η
είχαμε κολληθεί
ήμαστε κολλημένοι, -ες
είχες κολλήσει
είχες κολλημένο
είχατε κολλήσει
είχατε κολλημένο
είχες κολληθεί
ήσουν κολλημένος, -η
είχατε κολληθεί
ήσαστε κολλημένοι, -ες
είχε κολλήσει
είχε κολλημένο
είχαν κολλήσει
είχαν κολλημένο
είχε κολληθεί
ήταν κολλημένος, -η, -ο
είχαν κολληθεί
ήταν κολλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κολλάω, θα κολλώ θα κολλάμε, θα κολλούμε θα κολλιέμαι θα κολλιόμαστε
θα κολλάς θα κολλάτε θα κολλιέσαι θα κολλιέστε, θα κολλιόσαστε
θα κολλάει, θα κολλά θα κολλάν(ε), θα κολλούν(ε) θα κολλιέται θα κολλιούνται, θα κολλιόνται
Simp
Fut
θα κολλήσω θα κολλήσουμε, θα κολλήσομε θα κολληθώ θα κολληθούμε
θα κολλήσεις θα κολλήσετε θα κολληθείς θα κολληθείτε
θα κολλήσει θα κολλήσουν(ε) θα κολληθεί θα κολληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κολλήσει
θα έχω κολλημένο
θα έχουμε κολλήσει
θα έχουμε κολλημένο
θα έχω κολληθεί
θα είμαι κολλημένος, -η
θα έχουμε κολληθεί
θα είμαστε κολλημένοι, -ες
θα έχεις κολλήσει
θα έχεις κολλημένο
θα έχετε κολλήσει
θα έχετε κολλημένο
θα έχεις κολληθεί
θα είσαι κολλημένος, -η
θα έχετε κολληθεί
θα είστε κολλημένοι, -ες
θα έχει κολλήσει
θα έχει κολλημένο
θα έχουν κολλήσει
θα έχουν κολλημένο
θα έχει κολληθεί
θα είναι κολλημένος, -η, -ο
θα έχουν κολληθεί
θα είναι κολλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κολλάω, να κολλώ να κολλάμε, να κολλούμε να κολλιέμαι να κολλιόμαστε
να κολλάς να κολλάτε να κολλιέσαι να κολλιέστε, να κολλιόσαστε
να κολλάει, να κολλά να κολλάν(ε), να κολλούν(ε) να κολλιέται να κολλιούνται, να κολλιόνται
Aorist να κολλήσω να κολλήσουμε, να κολλήσομε να κολληθώ να κολληθούμε
να κολλήσεις να κολλήσετε να κολληθείς να κολληθείτε
να κολλήσει να κολλήσουν(ε) να κολληθεί να κολληθούν(ε)
Perf να έχω κολλήσει
να έχω κολλημένο
να έχουμε κολλήσει
να έχουμε κολλημένο
να έχω κολληθεί
να είμαι κολλημένος, -η
να έχουμε κολληθεί
να είμαστε κολλημένοι, -ες
να έχεις κολλήσει
να έχεις κολλημένο
να έχετε κολλήσει
να έχετε κολλημένο
να έχεις κολληθεί
να είσαι κολλημένος, -η
να έχετε κολληθεί
να είστε κολλημένοι, -η
να έχει κολλήσει
να έχει κολλημένο
να έχουν κολλήσει
να έχουν κολλημένο
να έχει κολληθεί
να είναι κολλημένος, -η, -ο
να έχουν κολληθεί
να είναι κολλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κόλλα, κόλλαγε κολλάτε κολλιέστε
Aorist κόλλησε, κόλλα κολλήστε κολλήσου κολληθείτε
Part
iciple
Pres κολλώντας
Perf έχοντας κολλήσει, έχοντας κολλημένο κολλημένος, -η, -ο κολλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist κολλήσει κολληθεί