ΚΟΙΜΙΖΩ
I put to sleep
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κοιμίζω κοιμίζουμε, κοιμίζομε
κοιμίζεις κοιμίζετε
κοιμίζει κοιμίζουν(ε)
Imper
fect
κοίμιζα κοιμίζαμε
κοίμιζες κοιμίζατε
κοίμιζε κοίμιζαν, κοιμίζαν(ε)
Aorist κοίμισα κοιμίσαμε
κοίμισες κοιμίσατε
κοίμισε κοίμισαν, κοιμίσαν(ε)
Per
fect
έχω κοιμίσει έχουμε κοιμίσει
έχεις κοιμίσει έχετε κοιμίσει
έχει κοιμίσει έχουν κοιμίσει
Plu
per
fect
είχα κοιμίσει είχαμε κοιμίσει
είχες κοιμίσει είχατε κοιμίσει
είχε κοιμίσει είχαν κοιμίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα κοιμίζω θα κοιμίζουμε, θα κοιμίζομε
θα κοιμίζεις θα κοιμίζετε
θα κοιμίζει θα κοιμίζουν(ε)
Simp
Fut
θα κοιμίσω θα κοιμίσουμε, θα κοιμίζομε
θα κοιμίσεις θα κοιμίσετε
θα κοιμίσει θα κοιμίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κοιμίσει θα έχουμε κοιμίσει
θα έχεις κοιμίσει θα έχετε κοιμίσει
θα έχει κοιμίσει θα έχουν κοιμίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κοιμίζω να κοιμίζουμε, να κοιμίζομε
να κοιμίζεις να κοιμίζετε
να κοιμίζει να κοιμίζουν(ε)
Aorist να κοιμίσω να κοιμίσουμε, να κοιμίσομε
να κοιμίσεις να κοιμίσετε
να κοιμίσει να κοιμίσουν(ε)
Perf να έχω κοιμίσει να έχουμε κοιμίσει
να έχεις κοιμίσει να έχετε κοιμίσει
να έχει κοιμίσει να έχουν κοιμίσει
Imper
ative
Pres κοίμιζε κοιμίζετε
Aorist κοίμισε κοιμίσετε
Part
iciple
Pres κοιμίζοντας
Perf έχοντας κοιμίσει
Infin Aorist κοιμίσει