ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΩ
I demolish
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κατεδαφίζω κατεδαφίζουμε, κατεδαφίζομε κατεδαφίζομαι κατεδαφιζόμαστε
κατεδαφίζεις κατεδαφίζετε κατεδαφίζεσαι κατεδαφίζεστε, κατεδαφιζόσαστε
κατεδαφίζει κατεδαφίζουν(ε) κατεδαφίζεται κατεδαφίζονται
Imper
fect
κατεδάφιζα κατεδαφίζαμε κατεδαφιζόμουν(α) κατεδαφιζόμαστε, κατεδαφιζόμασταν
κατεδάφιζες κατεδαφίζατε κατεδαφιζόσουν(α) κατεδαφιζόσαστε, κατεδαφιζόσασταν
κατεδάφιζε κατεδάφιζαν, κατεδαφίζαν(ε) κατεδαφιζόταν(ε) κατεδαφίζονταν, κατεδαφιζόντανε, κατεδαφιζόντουσαν
Aorist κατεδάφισα κατεδαφίσαμε κατεδαφίστηκα κατεδαφιστήκαμε
κατεδάφισες κατεδαφίσατε κατεδαφίστηκες κατεδαφιστήκατε
κατεδάφισε κατεδάφισαν, κατεδαφίσαν(ε) κατεδαφίστηκε κατεδαφίστηκαν, κατεδαφιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω κατεδαφίσει
έχω κατεδαφισμένο
έχουμε κατεδαφίσει
έχουμε κατεδαφισμένο
έχω κατεδαφιστεί
είμαι κατεδαφισμένος, -η
έχουμε κατεδαφιστεί
είμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
έχεις κατεδαφίσει
έχεις κατεδαφισμένο
έχετε κατεδαφίσει
έχετε κατεδαφισμένο
έχεις κατεδαφιστεί
είσαι κατεδαφισμένος, -η
έχετε κατεδαφιστεί
είστε κατεδαφισμένοι, -ες
έχει κατεδαφίσει
έχει κατεδαφισμένο
έχουν κατεδαφίσει
έχουν κατεδαφισμένο
έχει κατεδαφιστεί
είναι κατεδαφισμένος, -η, -ο
έχουν κατεδαφιστεί
είναι κατεδαφισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κατεδαφίσει
είχα κατεδαφισμένο
είχαμε κατεδαφίσει
είχαμε κατεδαφισμένο
είχα κατεδαφιστεί
ήμουν κατεδαφισμένος, -η
είχαμε κατεδαφιστεί
ήμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
είχες κατεδαφίσει
είχες κατεδαφισμένο
είχατε κατεδαφίσει
είχατε κατεδαφισμένο
είχες κατεδαφιστεί
ήσουν κατεδαφισμένος, -η
είχατε κατεδαφιστεί
ήσαστε κατεδαφισμένοι, -ες
είχε κατεδαφίσει
είχε κατεδαφισμένο
είχαν κατεδαφίσει
είχαν κατεδαφισμένο
είχε κατεδαφιστεί
ήταν κατεδαφισμένος, -η, -ο
είχαν κατεδαφιστεί
ήταν κατεδαφισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κατεδαφίζω θα κατεδαφίζουμε, θα κατεδαφίζομε θα κατεδαφίζομαι θα κατεδαφιζόμαστε
θα κατεδαφίζεις θα κατεδαφίζετε θα κατεδαφίζεσαι θα κατεδαφίζεστε, θα κατεδαφιζόσαστε
θα κατεδαφίζει θα κατεδαφίζουν(ε) θα κατεδαφίζεται θα κατεδαφίζονται
Simp
Fut
θα κατεδαφίσω θα κατεδαφίσουμε, θα κατεδαφίζομε θα κατεδαφιστώ θα κατεδαφιστούμε
θα κατεδαφίσεις θα κατεδαφίσετε θα κατεδαφιστείς θα κατεδαφιστείτε
θα κατεδαφίσει θα κατεδαφίσουν(ε) θα κατεδαφιστεί θα κατεδαφιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κατεδαφίσει
θα έχω κατεδαφισμένο
θα έχουμε κατεδαφίσει
θα έχουμε κατεδαφισμένο
θα έχω κατεδαφιστεί
θα είμαι κατεδαφισμένος, -η
θα έχουμε κατεδαφιστεί
θα είμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
θα έχεις κατεδαφίσει
θα έχεις κατεδαφισμένο
θα έχετε κατεδαφίσει
θα έχετε κατεδαφισμένο
θα έχεις κατεδαφιστεί
θα είσαι κατεδαφισμένος, -η
θα έχετε κατεδαφιστεί
θα είστε κατεδαφισμένοι, -ες
θα έχει κατεδαφίσει
θα έχει κατεδαφισμένο
θα έχουν κατεδαφίσει
θα έχουν κατεδαφισμένο
θα έχει κατεδαφιστεί
θα είναι κατεδαφισμένος, -η, -ο
θα έχουν κατεδαφιστεί
θα είναι κατεδαφισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κατεδαφίζω να κατεδαφίζουμε, να κατεδαφίζομε να κατεδαφίζομαι να κατεδαφιζόμαστε
να κατεδαφίζεις να κατεδαφίζετε να κατεδαφίζεσαι να κατεδαφίζεστε, να κατεδαφιζόσαστε
να κατεδαφίζει να κατεδαφίζουν(ε) να κατεδαφίζεται να κατεδαφίζονται
Aorist να κατεδαφίσω να κατεδαφίσουμε, να κατεδαφίσομε να κατεδαφιστώ να κατεδαφιστούμε
να κατεδαφίσεις να κατεδαφίσετε να κατεδαφιστείς να κατεδαφιστείτε
να κατεδαφίσει να κατεδαφίσουν(ε) να κατεδαφιστεί να κατεδαφιστούν(ε)
Perf να έχω κατεδαφίσει
να έχω κατεδαφισμένο
να έχουμε κατεδαφίσει
να έχουμε κατεδαφισμένο
να έχω κατεδαφιστεί
να είμαι κατεδαφισμένος, -η
να έχουμε κατεδαφιστεί
να είμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
να έχεις κατεδαφίσει
να έχεις κατεδαφισμένο
να έχετε κατεδαφίσει
να έχετε κατεδαφισμένο
να έχεις κατεδαφιστεί
να είσαι κατεδαφισμένος, -η
να έχετε κατεδαφιστεί
να είστε κατεδαφισμένοι, -ες
να έχει κατεδαφίσει
να έχει κατεδαφισμένο
να έχουν κατεδαφίσει
να έχουν κατεδαφισμένο
να έχει κατεδαφιστεί
να είναι κατεδαφισμένος, -η, -ο
να έχουν κατεδαφιστεί
να είναι κατεδαφισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατεδάφιζε κατεδαφίζετε κατεδαφίζεστε
Aorist κατεδάφισε κατεδαφίστε κατεδαφίσου κατεδαφιστείτε
Part
iciple
Pres κατεδαφίζοντας κατεδαφιζόμενος
Perf έχοντας κατεδαφίσει, έχοντας κατεδαφισμένο κατεδαφισμένος, -η, -ο κατεδαφισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κατεδαφίσει κατεδαφιστεί