ΚΑΤΑΠΙΝΩ
I swallow
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταπίνω καταπίνουμε, καταπίνομε καταπίνομαι καταπινόμαστε
καταπίνεις καταπίνετε καταπίνεσαι καταπίνεστε, καταπινόσαστε
καταπίνει καταπίνουν(ε) καταπίνεται καταπίνονται
Imper
fect
κατάπινα καταπίναμε καταπινόμουν(α) καταπινόμαστε, καταπινόμασταν
κατάπινες καταπίνατε καταπινόσουν(α) καταπινόσαστε, καταπινόσασταν
κατάπινε κατάπιναν, καταπίναν(ε) καταπινόταν(ε) καταπίνονταν, καταπινόντανε, καταπινόντουσαν
Aorist κατάπια κατάπιαμε
κατάπιες κατάπιατε
κατάπιε κατάπιαν(ε)
Per
fect
έχω καταπιεί έχουμε καταπιεί
έχεις καταπιεί έχετε καταπιεί
έχει καταπιεί έχουν καταπιεί
Plu
per
fect
είχα καταπιεί είχαμε καταπιεί
είχες καταπιεί είχατε καταπιεί
είχε καταπιεί είχαν καταπιεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταπίνω θα καταπίνουμε θα καταπίνομαι θα καταπινόμαστε
θα καταπίνεις θα καταπίνετε θα καταπίνεσαι θα καταπίνεστε θα καταπινόσαστε
θα καταπίνει θα καταπίνουν θα καταπίνεται θα καταπίνονται
Simp
Fut
θα καταπιώ θα καταπιούμε
θα καταπιείς θα καταπιείτε
θα καταπιεί θα καταπιούν
Fut
Perf
θα έχω καταπιεί θα έχουμε καταπιεί
θα έχεις καταπιεί θα έχετε καταπιεί
θα έχει καταπιεί θα έχουν καταπιεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταπίνω να καταπίνουμε να καταπίνομαι να καταπινόμαστε
να καταπίνεις να καταπίνετε να καταπίνεσαι να καταπίνεστε να καταπινόσαστε
να καταπίνει να καταπίνουν να καταπίνεται να καταπίνονται
Aorist να καταπιώ να καταπιούμε
να καταπιείς να καταπιείτε
να καταπιεί να καταπιούν(ε)
Perf να έχω καταπιεί να έχουμε καταπιεί
να έχεις καταπιεί να έχετε καταπιεί
να έχει καταπιεί να έχουν καταπιεί
Imper
ative
Pres κατάπινε καταπίνετε καταπίνεστε
Aorist κατάπιε καταπιείτε
Part
iciple
Pres καταπίνοντας
Perf έχοντας καταπιεί
Infin Aorist καταπιεί