ΚΑΛΩ
I call
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καλώ καλούμε καλούμαι καλούμαστε
καλείς καλείτε καλείσαι καλείστε
καλεί καλούν(ε) καλείται καλούνται
Imper
fect
καλούσα καλούσαμε καλούμουν καλούμαστε
καλούσες καλούσατε
καλούσε καλούσαν(ε) καλούνταν, εκαλείτο καλούνταν, εκαλούντο
Aorist κάλεσα καλέσαμε καλέστηκα, κλήθηκα καλεστήκαμε, κληθήκαμε
κάλεσες καλέσατε καλέστηκες, κλήθηκες καλεστήκατε, κληθήκατε
κάλεσε κάλεσαν, καλέσαν(ε) καλέστηκε, κλήθηκε καλέστηκαν, καλεστήκαν(ε)
κλήθηκαν, κληθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω καλέσει
έχω καλεσμένο
έχουμε καλέσει
έχουμε καλεσμένο
έχω καλεστεί/κληθεί
είμαι καλεσμένος, -η
έχουμε καλεστεί/κληθεί
είμαστε καλεσμένοι, -ες
έχεις καλέσει
έχεις καλεσμένο
έχετε καλέσει
έχετε καλεσμένο
έχεις καλεστεί/κληθεί
είσαι καλεσμένος, -η
έχετε καλεστεί/κληθεί
είστε καλεσμένοι, -ες
έχει καλέσει
έχει καλεσμένο
έχουν καλέσει
έχουν καλεσμένο
έχει καλεστεί/κληθεί
είναι καλεσμένος, -η, -ο
έχουν καλεστεί/κληθεί
είναι καλεσμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα καλέσει
είχα καλεσμένο
είχαμε καλέσει
είχαμε καλεσμενο
είχα καλεστεί/κληθεί
ήμουν καλεσμένος, -η
είχαμε καλεστεί/κληθεί
ήμαστε καλεσμένοι, -ες
είχες καλέσει
είχες καλεσμένο
είχατε καλέσει
είχατε καλεσμένο
είχες καλεστεί/κληθεί
έσουν καλεσμένος, -η
είχατε καλεστεί/κληθεί
έσαστε καλεσμένοι, -ες
είχε καλέσει
είχε καλεσμένο
είχαν καλέσει
είχαν καλεσμένο
είχε καλεστεί/κληθεί
ήταν καλεσμένος, -η, -ο
είχαν καλεστεί/κληθεί
ήταν καλεσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καλώ θα καλούμε θα καλούμαι θα καλούμαστε
θα καλείς θα καλείτε θα καλείσαι θα καλείστε
θα καλεί θα καλούν(ε) θα καλείται θα καλούνται
Simp
Fut
θα καλέσω θα καλέσουμε, θα καλέσομε θα καλεστώ, θα κληθώ θα καλεστούμε, θα κληθούμε
θα καλέσεις θα καλέσετε θα καλεστείς, θα κληθείς θα καλεστείτε, θα κληθείτε
θα καλέσει θα καλέσουν(ε) θα καλεστεί, θα κληθεί θα καλεστούν(ε), θα κληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καλέσει
θα έχω καλεσμένο
θα έχουμε καλέσει
θα έχουμε καλεσμένο
θα έχω καλεστεί/κληθεί
θα είμαι καλεσμένος, -η
θα έχουμε καλεστεί/κληθεί
θα είμαστε καλεσμένοι, -ες
θα έχεις καλέσει
θα έχεις καλεσμένο
θα έχετε καλέσει
θα έχετε καλεσμένο
θα έχεις καλεστεί/κληθεί
θα είσαι καλεσμένος, -η
θα έχετε καλεστεί/κληθεί
θα είστε καλεσμένοι, -η
θα έχει καλέσει
θα έχει καλεσμένο
θα έχουν καλέσει
θα έχουν καλεσμένο
θα έχει καλεστεί/κληθεί
θα είναι καλεσμένος, -η, -ο
θα έχουν καλεστεί/κληθεί
θα είναι καλεσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καλώ να καλούμε να καλούμαι να καλούμαστε
να καλείς να καλείτε να καλείσαι να καλείστε
να καλεί να καλούν(ε) να καλείται να καλούνται
Aorist να καλέσω να καλέσουμε, να καλέσομε να καλεστώ, να κληθώ να καλεστούμε, να κληθούμε
να καλέσεις να καλέσετε να καλεστείς, να κληθείς να καλεστείτε, να κληθείτε
να καλέσει να καλέσουν(ε) να καλεστεί, να κληθεί να καλεστούν(ε), να κληθούν(ε)
Perf να έχω καλέσει
να έχω καλεσμένο
να έχουμε καλέσει
να έχουμε καλεσμένο
να έχω καλεστεί/κληθεί
να είμαι καλεσμένος, -η
να έχουμε καλεστεί/κληθεί
να είμαστε καλεσμενοι, -ες
να έχεις καλέσει
να έχεις καλεσμένο
να έχετε καλέσει
να έχετε καλεσμένο
να έχεις καλεστεί/κληθεί
να είσαι καλεσμένος, -η
να έχετε καλεστεί/κληθεί
να είστε καλεσμένοι, -ες
να έχει καλέσει
να έχει καλεσμένο
να έχουν καλέσει
να έχουν καλεσμένο
να έχει καλεστεί/κληθεί
να είναι καλεσμένος, -η, -ο
να έχουν καλεστεί/κληθεί
να είναι καλεσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres καλείτε καλείστε
Aorist κάλεσε καλέστε, καλέσετε καλέσου καλεστείτε, κληθείτε
Part
iciple
Pres καλώντας καλούμενος
Perf έχοντας καλέσει, έχοντας καλεσμένο καλεσμένος, -η, -ο καλεσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καλέσει καλεστεί/κληθεί