ΓΟΥΣΤΑΡΩ
I like
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γουστάρω γουστάρουμε, γουστάρομε
γουστάρεις γουστάρετε
γουστάρει γουστάρουν(ε)
Imper
fect
γούσταρα, γουστάριζα γουστάραμε
γούσταρες, γουστάριζες γουστάρατε
γούσταρε, γουστάριζε γούσταραν, γουστάραν(ε), γουστάριζαν
Aorist γούσταρα, γουστάρισα γουστάραμε
γούσταρες, γουστάρισες γουστάρατε
γούσταρε, γουστάρισε γούσταραν, γουστάραν(ε), γουστάρισαν
Per
fect
έχω γουστάρει έχουμε γουστάρει
έχεις γουστάρει έχετε γουστάρει
έχει γουστάρει έχουν γουστάρει
Plu
per
fect
είχα γουστάρει είχαμε γουστάρει
είχες γουστάρει είχατε γουστάρει
είχε γουστάρει είχαν γουστάρει
Fut
ure
Cont
inuous
θα γουστάρω θα γουστάρουμε, θα γουστάρομε
θα γουστάρεις θα γουστάρετε
θα γουστάρει θα γουστάρουν(ε)
Simp
Fut
θα γουστάρω θα γουστάρουμε, θα γουστάρομε
θα γουστάρεις θα γουστάρετε
θα γουστάρει θα γουστάρουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γουστάρει θα έχουμε γουστάρει
θα έχεις γουστάρει θα έχετε γουστάρει
θα έχει γουστάρει θα έχουν γουστάρει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γουστάρω να γουστάρουμε, να γουστάρομε
να γουστάρεις να γουστάρετε
να γουστάρει να γουστάρουν(ε)
Aorist να γουστάρω να γουστάρουμε, να γουστάρομε
να γουστάρεις να γουστάρετε
να γουστάρει να γουστάρουν(ε)
Perf να έχω γουστάρει να έχουμε γουστάρει
να έχεις γουστάρει να έχετε γουστάρει
να έχει γουστάρει να έχουν γουστάρει
Imper
ative
Pres γουστάρε, γουστάριζε γουστάρετε
Aorist γουστάρε, γουστάρισε γουστάρετε
Part
iciple
Pres γουστάροντας
Perf έχοντας γουστάρει
Infin Aorist γουστάρει