ΓΛΙΤΩΝΩ
I save
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γλιτώνω, γλυτώνω γλιτώνουμε, γλιτώνομε
γλιτώνεις γλιτώνετε
γλιτώνει γλιτώνουν(ε)
Imper
fect
γλίτωνα γλιτώναμε
γλίτωνες γλιτώνατε
γλίτωνε γλίτωναν, γλιτώναν(ε)
Aorist γλίτωσα γλιτώσαμε
γλίτωσες γλιτώσατε
γλίτωσε γλίτωσαν, γλιτώσαν(ε)
Per
fect
έχω γλιτώσει έχουμε γλιτώσει
έχεις γλιτώσει έχετε γλιτώσει
έχει γλιτώσει έχουν γλιτώσει
Plu
per
fect
είχα γλιτώσει είχαμε γλιτώσει
είχες γλιτώσει είχατε γλιτώσει
είχε γλιτώσει είχαν γλιτώσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα γλιτώνω θα γλιτώνουμε, θα γλιτώνομε
θα γλιτώνεις θα γλιτώνετε
θα γλιτώνει θα γλιτώνουν(ε)
Simp
Fut
θα γλιτώσω θα γλιτώσουμε, θα γλιτώσομε
θα γλιτώσεις θα γλιτώσετε
θα γλιτώσει θα γλιτώσουν
Fut
Perf
θα έχω γλιτώσει θα έχουμε γλιτώσει
θα έχεις γλιτώσει θα έχετε γλιτώσει
θα έχει γλιτώσει θα έχουν γλιτώσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γλιτώνω να γλιτώνουμε, να γλιτώνομε
να γλιτώνεις να γλιτώνετε
να γλιτώνει να γλιτώνουν(ε)
Aorist να γλιτώσω να γλιτώσουμε, να γλιτώσομε
να γλιτώσεις να γλιτώσετε
να γλιτώσει να γλιτώσουν(ε)
Perf να έχω γλιτώσει να έχουμε γλιτώσει
να έχεις γλιτώσει να έχετε γλιτώσει
να έχει γλιτώσει να έχουν γλιτώσει
Imper
ative
Pres γλίτωνε γλιτώνετε
Aorist γλίτωσε γλιτώστε, γλιτώσετε
Part
iciple
Pres γλιτώνοντας
Perf έχοντας γλιτώσει
Infin Aorist γλιτώσει