ΓΕΡΝΩ
I tip
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γέρνω γέρνουμε, γέρνομε
γέρνεις γέρνετε
γέρνει γέρνουν(ε)
Imper
fect
έγερνα γέρναμε
έγερνες γέρνατε
έγερνε έγερναν, γέρναν(ε)
Aorist έγειρα γείραμε
έγειρες γείρατε
έγειρε έγειραν, γείραν(ε)
Per
fect
έχω γείρει
έχω γερμένο
έχουμε γείρει
έχουμε γερμένο
έχεις γείρει
έχεις γερμένο
έχετε γείρει
έχετε γερμένο
έχει γείρει
έχει γερμένο
έχουν γείρει
έχουν γερμένο
Plu
per
fect
είχα γείρει
είχα γερμένο
είχαμε γείρει
είχαμε γερμένο
είχες γείρει
είχες γερμένο
είχατε γείρει
είχατε γερμένο
είχε γείρει
είχε γερμένο
είχαν γείρει
είχαν γερμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα γέρνω θα γέρνουμε, θα γέρνομε
θα γέρνεις θα γέρνετε
θα γέρνει θα γέρνουν(ε)
Simp
Fut
θα γείρω θα γείρουμε, θα γείρομε
θα γείρεις θα γείρετε
θα γείρει θα γείρουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γείρει
θα έχω γερμένο
θα έχουμε γείρει
θα έχουμε γερμένο
θα έχεις γείρει
θα έχεις γερμένο
θα έχετε γείρει
θα έχετε γερμένο
θα έχει γείρει
θα έχει γερμένο
θα έχουν γείρει
θα έχουν γερμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γέρνω να γέρνουμε, να γέρνομε
να γέρνεις να γέρνετε
να γέρνει να γέρνουν(ε)
Aorist να γείρω να γείρουμε, να γείρομε
να γείρεις να γείρετε
να γείρει να γείρουν(ε)
Perf να έχω γείρει
να έχω γερμένο
να έχουμε γείρει
να έχουμε γερμένο
να έχεις γείρει
να έχεις γερμένο
να έχετε γείρει
να έχετε γερμένο
να έχει γείρει
να έχει γερμένο
να έχουν γείρει
να έχουν γερμένο
Imper
ative
Pres γέρνε γέρνετε
Aorist γείρε γείρτε
Part
iciple
Pres γέρνοντας
Perf έχοντας γείρει, έχοντας γερμένο
Infin Aorist γείρει