ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΩ
I photograph
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φωτογραφίζω φωτογραφίζουμε, φωτογραφίζομε φωτογραφίζομαι φωτογραφιζόμαστε
φωτογραφίζεις φωτογραφίζετε φωτογραφίζεσαι φωτογραφίζεστε, φωτογραφιζόσαστε
φωτογραφίζει φωτογραφίζουν(ε) φωτογραφίζεται φωτογραφίζονται
Imper
fect
φωτογράφιζα φωτογραφίζαμε φωτογραφιζόμουν(α) φωτογραφιζόμαστε, φωτογραφιζόμασταν
φωτογράφιζες φωτογραφίζατε φωτογραφιζόσουν(α) φωτογραφιζόσαστε, φωτογραφιζόσασταν
φωτογράφιζε φωτογράφιζαν, φωτογραφίζαν(ε) φωτογραφιζόταν(ε) φωτογραφίζονταν, φωτογραφιζόντανε, φωτογραφιζόντουσαν
Aorist φωτογράφισα φωτογραφίσαμε φωτογραφήθηκα φωτογραφηθήκαμε
φωτογράφισες φωτογραφίσατε φωτογραφήθηκες φωτογραφηθήκατε
φωτογράφισε φωτογράφισαν, φωτογραφίσαν(ε) φωτογραφήθηκε φωτογραφήθηκαν, φωτογραφηθήκαν(ε)
Per
fect
έχω φωτογραφίσει
έχω φωτογραφημένο
έχουμε φωτογραφίσει
έχουμε φωτογραφημένο
έχω φωτογραφηθεί
είμαι φωτογραφημένος, -η
έχουμε φωτογραφηθεί
είμαστε φωτογραφημένοι, -ες
έχεις φωτογραφίσει
έχεις φωτογραφημένο
έχετε φωτογραφίσει
έχετε φωτογραφημένο
έχεις φωτογραφηθεί
είσαι φωτογραφημένος, -η
έχετε φωτογραφηθεί
είστε φωτογραφημένοι, -ες
έχει φωτογραφίσει
έχει φωτογραφημένο
έχουν φωτογραφίσει
έχουν φωτογραφημένο
έχει φωτογραφηθεί
είναι φωτογραφημένος, -η, -ο
έχουν φωτογραφηθεί
είναι φωτογραφημένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα φωτογραφίσει
είχα φωτογραφημένο
είχαμε φωτογραφίσει
είχαμε φωτογραφημένο
είχα φωτογραφηθεί
ήμουν φωτογραφημένος, -η
είχαμε φωτογραφηθεί
ήμαστε φωτογραφημένοι, -ες
είχες φωτογραφίσει
είχες φωτογραφημένο
είχατε φωτογραφίσει
είχατε φωτογραφημένο
είχες φωτογραφηθεί
ήσουν φωτογραφημένος, -η
είχατε φωτογραφηθεί
ήσαστε φωτογραφημένοι, -ες
είχε φωτογραφίσει
είχε φωτογραφημένο
είχαν φωτογραφίσει
είχαν φωτογραφημένο
είχε φωτογραφηθεί
ήταν φωτογραφημένος, -η, -ο
είχαν φωτογραφηθεί
ήταν φωτογραφημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα φωτογραφίζω θα φωτογραφίζουμε, θα φωτογραφίζομε θα φωτογραφίζομαι θα φωτογραφιζόμαστε
θα φωτογραφίζεις θα φωτογραφίζετε θα φωτογραφίζεσαι θα φωτογραφίζεστε, θα φωτογραφιζόσαστε
θα φωτογραφίζει θα φωτογραφίζουν(ε) θα φωτογραφίζεται θα φωτογραφίζονται
Simp
Fut
θα φωτογραφίσω θα φωτογραφίσουμε, θα φωτογραφίζομε θα φωτογραφηθώ θα φωτογραφηθούμε
θα φωτογραφίσεις θα φωτογραφίσετε θα φωτογραφηθείς θα φωτογραφηθείτε
θα φωτογραφίσει θα φωτογραφίσουν(ε) θα φωτογραφηθεί θα φωτογραφηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φωτογραφίσει
θα έχω φωτογραφημένο
θα έχουμε φωτογραφίσει
θα έχουμε φωτογραφημένο
θα έχω φωτογραφηθεί
θα είμαι φωτογραφημένος, -η
θα έχουμε φωτογραφηθεί
θα είμαστε φωτογραφημένοι, -ες
θα έχεις φωτογραφίσει
θα έχεις φωτογραφημένο
θα έχετε φωτογραφίσει
θα έχετε φωτογραφημένο
θα έχεις φωτογραφηθεί
θα είσαι φωτογραφημένος, -η
θα έχετε φωτογραφηθεί
θα είστε φωτογραφημένοι, -ες
θα έχει φωτογραφίσει
θα έχει φωτογραφημένο
θα έχουν φωτογραφίσει
θα έχουν φωτογραφημένο
θα έχει φωτογραφηθεί
θα είναι φωτογραφημένος, -η, -ο
θα έχουν φωτογραφηθεί
θα είναι φωτογραφημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φωτογραφίζω να φωτογραφίζουμε, να φωτογραφίζομε να φωτογραφίζομαι να φωτογραφιζόμαστε
να φωτογραφίζεις να φωτογραφίζετε να φωτογραφίζεσαι να φωτογραφίζεστε, να φωτογραφιζόσαστε
να φωτογραφίζει να φωτογραφίζουν(ε) να φωτογραφίζεται να φωτογραφίζονται
Aorist να φωτογραφίσω να φωτογραφίσουμε, να φωτογραφίσομε να φωτογραφηθώ να φωτογραφηθούμε
να φωτογραφίσεις να φωτογραφίσετε να φωτογραφηθείς να φωτογραφηθείτε
να φωτογραφίσει να φωτογραφίσουν(ε) να φωτογραφηθεί να φωτογραφηθούν(ε)
Perf να έχω φωτογραφίσει
να έχω φωτογραφημένο
να έχουμε φωτογραφίσει
να έχουμε φωτογραφημένο
να έχω φωτογραφηθεί
να είμαι φωτογραφημένος, -η
να έχουμε φωτογραφηθεί
να είμαστε φωτογραφημένοι, -ες
να έχεις φωτογραφίσει
να έχεις φωτογραφημένο
να έχετε φωτογραφίσει
να έχετε φωτογραφημένο
να έχεις φωτογραφηθεί
να είσαι φωτογραφημένος, -η
να έχετε φωτογραφηθεί
να είστε φωτογραφημένοι, -ες
να έχει φωτογραφίσει
να έχει φωτογραφημένο
να έχουν φωτογραφίσει
να έχουν φωτογραφημένο
να έχει φωτογραφηθεί
να είναι φωτογραφημένος, -η, -ο
να έχουν φωτογραφηθεί
να είναι φωτογραφημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres φωτογράφιζε φωτογραφίζετε φωτογραφίζεστε
Aorist φωτογράφισε φωτογραφίστε φωτογραφήσου φωτογραφηθείτε
Part
iciple
Pres φωτογραφίζοντας φωτογραφιζόμενος
Perf έχοντας φωτογραφίσει, έχοντας φωτογραφημένο φωτογραφημένος, -η, -ο φωτογραφημένοι, -ες, -α
Infin Aorist φωτογραφίσει φωτογραφηθεί