[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΦΟΡΩ
I wear
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φοράω, φορώ φοράμε, φορούμε φοριέμαι φοριόμαστε
φοράς φοράτε φοριέσαι φοριέστε, φοριόσαστε
φοράει, φορά φοράν(ε), φορούν(ε) φοριέται φοριούνται, φοριόνται
Imper
fect
φορούσα, φόραγα φορούσαμε, φοράγαμε φοριόμουν(α) φοριόμαστε, φοριόμασταν
φορούσες, φόραγες φορούσατε, φοράγατε φοριόσουν(α) φοριόσαστε, φοριόσασταν
φορούσε, φόραγε φορούσαν(ε), φόραγαν, φοράγανε φοριόταν(ε) φοριόνταν(ε), φοριούνταν, φοριόντουσαν
Aorist φόρεσα φορέσαμε φορέθηκα φορεθήκαμε
φόρεσες φορέσατε φορέθηκες φορεθήκατε
φόρεσε φόρεσαν, φορέσαν(ε) φορέθηκε φορέθηκαν, φορεθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω φορέσει
έχω φορεμένο
έχουμε φορέσει
έχουμε φορεμένο
έχω φορεθεί
είμαι φορεμένος, -η
έχουμε φορεθεί
είμαστε φορεμένοι, -ες
έχεις φορέσει
έχεις φορεμένο
έχετε φορέσει
έχετε φορεμένο
έχεις φορεθεί
είσαι φορεμένος, -η
έχετε φορεθεί
είστε φορεμένοι, -ες
έχει φορέσει
έχει φορεμένο
έχουν φορέσει
έχουν φορεμένο
έχει φορεθεί
είναι φορεμένος, -η, -ο
έχουν φορεθεί
είναι φορεμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα φορέσει
είχα φορεμένο
είχαμε φορέσει
είχαμε φορεμένο
είχα φορεθεί
ήμουν φορεμένος, -η
είχαμε φορεθεί
ήμαστε φορεμένοι, -ες
είχες φορέσει
είχες φορεμένο
είχατε φορέσει
είχατε φορεμένο
είχες φορεθεί
ήσουν φορεμένος, -η
είχατε φορεθεί
ήσαστε φορεμένοι, -ες
είχε φορέσει
είχε φορεμένο
είχαν φορέσει
είχαν φορεμένο
είχε φορεθεί
ήταν φορεμένος, -η, -ο
είχαν φορεθεί
ήταν φορεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα φοράω, θα φορώ θα φοράμε, θα φορούμε θα φοριέμαι θα φοριόμαστε
θα φοράς θα φοράτε θα φοριέσαι θα φοριέστε, θα φοριόσαστε
θα φοράει, θα φορά θα φοράν(ε), θα φορούν(ε) θα φοριέται θα φοριούνται, θα φοριόνται
Simp
Fut
θα φορέσω θα φορέσουμε, θα φορέσομε θα φορεθώ θα φορεθούμε
θα φορέσεις θα φορέσετε θα φορεθείς θα φορεθείτε
θα φορέσει θα φορέσουν(ε) θα φορεθεί θα φορεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φορέσει
θα έχω φορεμένο
θα έχουμε φορέσει
θα έχουμε φορεμένο
θα έχω φορεθεί
θα είμαι φορεμένος, -η
θα έχουμε φορεθεί
θα είμαστε φορεμένοι, -ες
θα έχεις φορέσει
θα έχεις φορεμένο
θα έχετε φορέσει
θα έχετε φορεμένο
θα έχεις φορεθεί
θα είσαι φορεμένος, -η
θα έχετε φορεθεί
θα είστε φορεμένοι, -ες
θα έχει φορέσει
θα έχει φορεμένο
θα έχουν φορέσει
θα έχουν φορεμένο
θα έχει φορεθεί
θα είναι φορεμένος, -η, -ο
θα έχουν φορεθεί
θα είναι φορεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φοράω, να φορώ να φοράμε, να φορούμε να φοριέμαι να φοριόμαστε
να φοράς να φοράτε να φοριέσαι να φοριέστε, να φοριόσαστε
να φοράει, να φορά να φοράν(ε), να φορούν(ε) να φοριέται να φοριούνται, να φοριόνται
Aorist να φορέσω να φορέσουμε, να φορέσομε να φορεθώ να φορεθούμε
να φορέσεις να φορέσετε να φορεθείς να φορεθείτε
να φορέσει να φορέσουν(ε) να φορεθεί να φορεθούν(ε)
Perf να έχω φορέσει
να έχω φορεμένο
να έχουμε φορέσει
να έχουμε φορεμένο
να έχω φορεθεί
να είμαι φορεμένος, -η
να έχουμε φορεθεί
να είμαστε φορεμένοι, -ες
να έχεις φορέσει
να έχεις φορεμένο
να έχετε φορέσει
να έχετε φορεμένο
να έχεις φορεθεί
να είσαι φορεμένος, -η
να έχετε φορεθεί
να είστε φορεμένοι, -η
να έχει φορέσει
να έχει φορεμένο
να έχουν φορέσει
να έχουν φορεμένο
να έχει φορεθεί
να είναι φορεμένος, -η, -ο
να έχουν φορεθεί
να είναι φορεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres φόρα, φόραγε φοράτε φοριέστε
Aorist φόρεσε, φόρα φορέστε φορέσου φορεθείτε
Part
iciple
Pres φορώντας
Perf έχοντας φορέσει, έχοντας φορεμένο φορεμένος, -η, -ο φορεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist φορέσει φορεθεί