ΕΡΠΩ
I crawl
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
έρπω έρπουμε, έρπομε
έρπεις έρπετε
έρπει έρπουν(ε)
Imper
fect
(ήρπα) (έρπαμε)
(ήρπες) (έρπατε)
(ήρπε) (ήρπαν, ήρπαν(ε))
Fut
ure
Cont
inuous
θα έρπω θα έρπουμε, θα έρπομε
θα έρπεις θα έρπετε
θα έρπει θα έρπουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να έρπω να έρπουμε, να έρπομε
να έρπεις να έρπετε
να έρπει να έρπουν(ε)
Imper
ative
Pres (ήρπε) έρπετε
Part
iciple
Pres έρποντας