[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΞΟΡΙΖΩ
I banish
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εξορίζω εξορίζουμε, εξορίζομε εξορίζομαι εξοριζόμαστε
εξορίζεις εξορίζετε εξορίζεσαι εξορίζεστε, εξοριζόσαστε
εξορίζει εξορίζουν(ε) εξορίζεται εξορίζονται
Imper
fect
εξόριζα εξορίζαμε εξοριζόμουν(α) εξοριζόμαστε, εξοριζόμασταν
εξόριζες εξορίζατε εξοριζόσουν(α) εξοριζόσαστε, εξοριζόσασταν
εξόριζε εξόριζαν, εξορίζαν(ε) εξοριζόταν(ε) εξορίζονταν, εξοριζόντανε, εξοριζόντουσαν
Aorist εξόρισα εξορίσαμε εξορίστηκα εξοριστήκαμε
εξόρισες εξορίσατε εξορίστηκες εξοριστήκατε
εξόρισε εξόρισαν, εξορίσαν(ε) εξορίστηκε εξορίστηκαν, εξοριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω εξορίσει
έχω εξορισμένο
έχουμε εξορίσει
έχουμε εξορισμένο
έχω εξοριστεί
είμαι εξορισμένος, -η
έχουμε εξοριστεί
είμαστε εξορισμένοι, -ες
έχεις εξορίσει
έχεις εξορισμένο
έχετε εξορίσει
έχετε εξορισμένο
έχεις εξοριστεί
είσαι εξορισμένος, -η
έχετε εξοριστεί
είστε εξορισμένοι, -ες
έχει εξορίσει
έχει εξορισμένο
έχουν εξορίσει
έχουν εξορισμένο
έχει εξοριστεί
είναι εξορισμένος, -η, -ο
έχουν εξοριστεί
είναι εξορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εξορίσει
είχα εξορισμένο
είχαμε εξορίσει
είχαμε εξορισμένο
είχα εξοριστεί
ήμουν εξορισμένος, -η
είχαμε εξοριστεί
ήμαστε εξορισμένοι, -ες
είχες εξορίσει
είχες εξορισμένο
είχατε εξορίσει
είχατε εξορισμένο
είχες εξοριστεί
ήσουν εξορισμένος, -η
είχατε εξοριστεί
ήσαστε εξορισμένοι, -ες
είχε εξορίσει
είχε εξορισμένο
είχαν εξορίσει
είχαν εξορισμένο
είχε εξοριστεί
ήταν εξορισμένος, -η, -ο
είχαν εξοριστεί
ήταν εξορισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εξορίζω θα εξορίζουμε, θα εξορίζομε θα εξορίζομαι θα εξοριζόμαστε
θα εξορίζεις θα εξορίζετε θα εξορίζεσαι θα εξορίζεστε, θα εξοριζόσαστε
θα εξορίζει θα εξορίζουν(ε) θα εξορίζεται θα εξορίζονται
Simp
Fut
θα εξορίσω θα εξορίσουμε, θα εξορίζομε θα εξοριστώ θα εξοριστούμε
θα εξορίσεις θα εξορίσετε θα εξοριστείς θα εξοριστείτε
θα εξορίσει θα εξορίσουν(ε) θα εξοριστεί θα εξοριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εξορίσει
θα έχω εξορισμένο
θα έχουμε εξορίσει
θα έχουμε εξορισμένο
θα έχω εξοριστεί
θα είμαι εξορισμένος, -η
θα έχουμε εξοριστεί
θα είμαστε εξορισμένοι, -ες
θα έχεις εξορίσει
θα έχεις εξορισμένο
θα έχετε εξορίσει
θα έχετε εξορισμένο
θα έχεις εξοριστεί
θα είσαι εξορισμένος, -η
θα έχετε εξοριστεί
θα είστε εξορισμένοι, -ες
θα έχει εξορίσει
θα έχει εξορισμένο
θα έχουν εξορίσει
θα έχουν εξορισμένο
θα έχει εξοριστεί
θα είναι εξορισμένος, -η, -ο
θα έχουν εξοριστεί
θα είναι εξορισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εξορίζω να εξορίζουμε, να εξορίζομε να εξορίζομαι να εξοριζόμαστε
να εξορίζεις να εξορίζετε να εξορίζεσαι να εξορίζεστε, να εξοριζόσαστε
να εξορίζει να εξορίζουν(ε) να εξορίζεται να εξορίζονται
Aorist να εξορίσω να εξορίσουμε, να εξορίσομε να εξοριστώ να εξοριστούμε
να εξορίσεις να εξορίσετε να εξοριστείς να εξοριστείτε
να εξορίσει να εξορίσουν(ε) να εξοριστεί να εξοριστούν(ε)
Perf να έχω εξορίσει
να έχω εξορισμένο
να έχουμε εξορίσει
να έχουμε εξορισμένο
να έχω εξοριστεί
να είμαι εξορισμένος, -η
να έχουμε εξοριστεί
να είμαστε εξορισμένοι, -ες
να έχεις εξορίσει
να έχεις εξορισμένο
να έχετε εξορίσει
να έχετε εξορισμένο
να έχεις εξοριστεί
να είσαι εξορισμένος, -η
να έχετε εξοριστεί
να είστε εξορισμένοι, -ες
να έχει εξορίσει
να έχει εξορισμένο
να έχουν εξορίσει
να έχουν εξορισμένο
να έχει εξοριστεί
να είναι εξορισμένος, -η, -ο
να έχουν εξοριστεί
να είναι εξορισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εξόριζε εξορίζετε εξορίζεστε
Aorist εξόρισε εξορίστε εξορίσου εξοριστείτε
Part
iciple
Pres εξορίζοντας εξοριζόμενος
Perf έχοντας εξορίσει, έχοντας εξορισμένο εξορισμένος, -η, -ο εξορισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εξορίσει εξοριστεί