ΕΞΗΓΩ
I explain
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εξηγώ εξηγούμε εξηγούμαι εξηγούμαστε
εξηγείς εξηγείτε εξηγείσαι εξηγείστε
εξηγεί εξηγούν(ε) εξηγείται εξηγούνται
Imper
fect
εξηγούσα εξηγούσαμε εξηγούμουν εξηγούμαστε
εξηγούσες εξηγούσατε
εξηγούσε εξηγούσαν(ε) εξηγούνταν, εξηγείτο εξηγούνταν, εξηγούντο
Aorist εξήγησα εξηγήσαμε εξηγήθηκα εξηγηθήκαμε
εξήγησες εξηγήσατε εξηγήθηκες εξηγηθήκατε
εξήγησε εξήγησαν, εξηγήσαν(ε) εξηγήθηκε εξηγήθηκαν, εξηγηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω εξηγήσει
έχω εξηγημένο
έχουμε εξηγήσει
έχουμε εξηγημένο
έχω εξηγηθεί
είμαι εξηγημένος, -η
έχουμε εξηγηθεί
είμαστε εξηγημένοι, -ες
έχεις εξηγήσει
έχεις εξηγημένο
έχετε εξηγήσει
έχετε εξηγημένο
έχεις εξηγηθεί
είσαι εξηγημένος, -η
έχετε εξηγηθεί
είστε εξηγημένοι, -ες
έχει εξηγήσει
έχει εξηγημένο
έχουν εξηγήσει
έχουν εξηγημένο
έχει εξηγηθεί
είναι εξηγημένος, -η, -ο
έχουν εξηγηθεί
είναι εξηγημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα εξηγήσει
είχα εξηγημένο
είχαμε εξηγήσει
είχαμε εξηγημένο
είχα εξηγηθεί
ήμουν εξηγημένος, -η
είχαμε εξηγηθεί
ήμαστε εξηγημένοι, -ες
είχες εξηγήσει
είχες εξηγημένο
είχατε εξηγήσει
είχατε εξηγημένο
είχες εξηγηθεί
ήσουν εξηγημένος, -η
είχατε εξηγηθεί
ήσαστε εξηγημένοι, -ες
είχε εξηγήσει
είχε εξηγημένο
είχαν εξηγήσει
είχαν εξηγημένο
είχε εξηγηθεί
ήταν εξηγημένος, -η, -ο
είχαν εξηγηθεί
ήταν εξηγημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εξηγώ θα εξηγούμε θα εξηγούμαι θα εξηγούμαστε
θα εξηγείς θα εξηγείτε θα εξηγείσαι θα εξηγείστε
θα εξηγεί θα εξηγούν(ε) θα εξηγείται θα εξηγούνται
Simp
Fut
θα εξηγήσω θα εξηγήσουμε θα εξηγηθώ θα εξηγηθούμε
θα εξηγήσεις θα εξηγήσετε θα εξηγηθείς θα εξηγηθείτε
θα εξηγήσει θα εξηγήσουν(ε) θα εξηγηθεί θα εξηγηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εξηγήσει
θα έχω εξηγημένο
θα έχουμε εξηγήσει
θα έχουμε εξηγημένο
θα έχω εξηγηθεί
θα είμαι εξηγημένος, -η
θα έχουμε εξηγηθεί
θα είμαστε εξηγημένοι, -ες
θα έχεις εξηγήσει
θα έχεις εξηγημένο
θα έχετε εξηγήσει
θα έχετε εξηγημένο
θα έχεις εξηγηθεί
θα είσαι εξηγημένος, -η
θα έχετε εξηγηθεί
θα είστε εξηγημένοι, -η
θα έχει εξηγήσει
θα έχει εξηγημένο
θα έχουν εξηγήσει
θα έχουν εξηγημένο
θα έχει εξηγηθεί
θα είναι εξηγημένος, -η, -ο
θα έχουν εξηγηθεί
θα είναι εξηγημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εξηγώ να εξηγούμε να εξηγούμαι να εξηγούμαστε
να εξηγείς να εξηγείτε να εξηγείσαι να εξηγείστε
να εξηγεί να εξηγούν(ε) να εξηγείται να εξηγούνται
Aorist να εξηγήσω να εξηγήσουμε, να εξηγήσομε να εξηγηθώ να εξηγηθούμε
να εξηγήσεις να εξηγήσετε να εξηγηθείς να εξηγηθείτε
να εξηγήσει να εξηγήσουν(ε) να εξηγηθεί να εξηγηθούν(ε)
Perf να έχω εξηγήσει
να έχω εξηγημένο
να έχουμε εξηγήσει
να έχουμε εξηγημένο
να έχω εξηγηθεί
να είμαι εξηγημένος, -η
να έχουμε εξηγηθεί
να είμαστε εξηγημένοι, -ες
να έχεις εξηγήσει
να έχεις εξηγημένο
να έχετε εξηγήσει
να έχετε εξηγημένο
να έχεις εξηγηθεί
να είσαι εξηγημένος, -η
να έχετε εξηγηθεί
να είστε εξηγημένοι, -ες
να έχει εξηγήσει
να έχει εξηγημένο
να έχουν εξηγήσει
να έχουν εξηγημένο
να έχει εξηγηθεί
να είναι εξηγημένος, -η, -ο
να έχουν εξηγηθεί
να είναι εξηγημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εξηγείτε εξηγείστε
Aorist εξήγησε εξηγήστε, εξηγήσετε εξηγήσου εξηγηθείτε
Part
iciple
Pres εξηγώντας
Perf έχοντας εξηγήσει, έχοντας εξηγημένο εξηγημένος, -η, -ο εξηγημένοι, -ες, -α
Infin Aorist εξηγήσει εξηγηθεί