[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΚΔΗΛΩΝΩ
I show
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εκδηλώνω εκδηλώνουμε, εκδηλώνομε εκδηλώνομαι εκδηλωνόμαστε
εκδηλώνεις εκδηλώνετε εκδηλώνεσαι εκδηλώνεστε, εκδηλωνόσαστε
εκδηλώνει εκδηλώνουν(ε) εκδηλώνεται εκδηλώνονται
Imper
fect
εκδήλωνα εκδηλώναμε εκδηλωνόμουν(α) εκδηλωνόμαστε, εκδηλωνόμασταν
εκδήλωνες εκδηλώνατε εκδηλωνόσουν(α) εκδηλωνόσαστε, εκδηλωνόσασταν
εκδήλωνε εκδήλωναν, εκδηλώναν(ε) εκδηλωνόταν(ε) εκδηλώνονταν, εκδηλωνόντανε, εκδηλωνόντουσαν
Aorist εκδήλωσα εκδηλώσαμε εκδηλώθηκα εκδηλωθήκαμε
εκδήλωσες εκδηλώσατε εκδηλώθηκες εκδηλωθήκατε
εκδήλωσε εκδήλωσαν, εκδηλώσαν(ε) εκδηλώθηκε εκδηλώθηκαν, εκδηλωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω εκδηλώσει
έχω εκδηλωμένο
έχουμε εκδηλώσει
έχουμε εκδηλωμένο
έχω εκδηλωθεί
είμαι εκδηλωμένος, -η
έχουμε εκδηλωθεί
είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
έχεις εκδηλώσει
έχεις εκδηλωμένο
έχετε εκδηλώσει
έχετε εκδηλωμένο
έχεις εκδηλωθεί
είσαι εκδηλωμένος, -η
έχετε εκδηλωθεί
είστε εκδηλωμένοι, -ες
έχει εκδηλώσει
έχει εκδηλωμένο
έχουν εκδηλώσει
έχουν εκδηλωμένο
έχει εκδηλωθεί
είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
έχουν εκδηλωθεί
είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εκδηλώσει
είχα εκδηλωμένο
είχαμε εκδηλώσει
είχαμε εκδηλωμένο
είχα εκδηλωθεί
ήμουν εκδηλωμένος, -η
είχαμε εκδηλωθεί
ήμαστε εκδηλωμένοι, -ες
είχες εκδηλώσει
είχες εκδηλωμένο
είχατε εκδηλώσει
είχατε εκδηλωμένο
είχες εκδηλωθεί
ήσουν εκδηλωμένος, -η
είχατε εκδηλωθεί
ήσαστε εκδηλωμένοι, -ες
είχε εκδηλώσει
είχε εκδηλωμένο
είχαν εκδηλώσει
είχαν εκδηλωμένο
είχε εκδηλωθεί
ήταν εκδηλωμένος, -η, -ο
είχαν εκδηλωθεί
ήταν εκδηλωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εκδηλώνω θα εκδηλώνουμε, θα εκδηλώνομε θα εκδηλώνομαι θα εκδηλωνόμαστε
θα εκδηλώνεις θα εκδηλώνετε θα εκδηλώνεσαι θα εκδηλώνεστε, θα εκδηλωνόσαστε
θα εκδηλώνει θα εκδηλώνουν(ε) θα εκδηλώνεται θα εκδηλώνονται
Simp
Fut
θα εκδηλώσω θα εκδηλώσουμε, θα εκδηλώσομε θα εκδηλωθώ θα εκδηλωθούμε
θα εκδηλώσεις θα εκδηλώσετε θα εκδηλωθείς θα εκδηλωθείτε
θα εκδηλώσει θα εκδηλώσουν θα εκδηλωθεί θα εκδηλωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εκδηλώσει
θα έχω εκδηλωμένο
θα έχουμε εκδηλώσει
θα έχουμε εκδηλωμένο
θα έχω εκδηλωθεί
θα είμαι εκδηλωμένος, -η
θα έχουμε εκδηλωθεί
θα είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
θα έχεις εκδηλώσει
θα έχεις εκδηλωμένο
θα έχετε εκδηλώσει
θα έχετε εκδηλωμένο
θα έχεις εκδηλωθεί
θα είσαι εκδηλωμένος, -η
θα έχετε εκδηλωθεί
θα είστε εκδηλωμένοι, -ες
θα έχει εκδηλώσει
θα έχει εκδηλωμένο
θα έχουν εκδηλώσει
θα έχουν εκδηλωμένο
θα έχει εκδηλωθεί
θα είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
θα έχουν εκδηλωθεί
θα είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εκδηλώνω να εκδηλώνουμε, να εκδηλώνομε να εκδηλώνομαι να εκδηλωνόμαστε
να εκδηλώνεις να εκδηλώνετε να εκδηλώνεσαι να εκδηλώνεστε, να εκδηλωνόσαστε
να εκδηλώνει να εκδηλώνουν(ε) να εκδηλώνεται να εκδηλώνονται
Aorist να εκδηλώσω να εκδηλώσουμε, να εκδηλώσομε να εκδηλωθώ να εκδηλωθούμε
να εκδηλώσεις να εκδηλώσετε να εκδηλωθείς να εκδηλωθείτε
να εκδηλώσει να εκδηλώσουν(ε) να εκδηλωθεί να εκδηλωθούν(ε)
Perf να έχω εκδηλώσει
να έχω εκδηλωμένο
να έχουμε εκδηλώσει
να έχουμε εκδηλωμένο
να έχω εκδηλωθεί
να είμαι εκδηλωμένος, -η
να έχουμε εκδηλωθεί
να είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
να έχεις εκδηλώσει
να έχεις εκδηλωμένο
να έχετε εκδηλώσει
να έχετε εκδηλωμένο
να έχεις εκδηλωθεί
να είσαι εκδηλωμένος, -η
να έχετε εκδηλωθεί
να είστε εκδηλωμένοι, -ες
να έχει εκδηλώσει
να έχει εκδηλωμένο
να έχουν εκδηλώσει
να έχουν εκδηλωμένο
να έχει εκδηλωθεί
να είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
να έχουν εκδηλωθεί
να είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εκδήλωνε εκδηλώνετε εκδηλώνεστε
Aorist εκδήλωσε εκδηλώστε, εκδηλώσετε εκδηλώσου εκδηλωθείτε
Part
iciple
Pres εκδηλώνοντας
Perf έχοντας εκδηλώσει, έχοντας εκδηλωμένο εκδηλωμένος, -η, -ο εκδηλωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εκδηλώσει εκδηλωθεί