ΕΥΤΥΧΩ
I am happy
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ευτυχώ ευτυχούμε
ευτυχείς ευτυχείτε
ευτυχεί ευτυχούν(ε)
Imper
fect
ευτυχούσα ευτυχούσαμε
ευτυχούσες ευτυχούσατε
ευτυχούσε ευτυχούσαν(ε)
Aorist ευτύχησα ευτυχήσαμε
ευτύχησες ευτυχήσατε
ευτύχησε ευτύχησαν, ευτυχήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ευτυχήσει έχουμε ευτυχήσει
έχεις ευτυχήσει έχετε ευτυχήσει
έχει ευτυχήσει έχουν ευτυχήσει
Plu
perf
ect
είχα ευτυχήσει είχαμε ευτυχήσει
είχες ευτυχήσει είχατε ευτυχήσει
είχε ευτυχήσει είχαν ευτυχήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ευτυχώ θα ευτυχούμε
θα ευτυχείς θα ευτυχείτε
θα ευτυχεί θα ευτυχούν(ε)
Simp
Fut
θα ευτυχήσω θα ευτυχήσουμε
θα ευτυχήσεις θα ευτυχήσετε
θα ευτυχήσει θα ευτυχήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ευτυχήσει θα έχουμε ευτυχήσει
θα έχεις ευτυχήσει θα έχετε ευτυχήσει
θα έχει ευτυχήσει θα έχουν ευτυχήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ευτυχώ να ευτυχούμε
να ευτυχείς να ευτυχείτε
να ευτυχεί να ευτυχούν(ε)
Aorist να ευτυχήσω να ευτυχήσουμε, να ευτυχήσομε
να ευτυχήσεις να ευτυχήσετε
να ευτυχήσει να ευτυχήσουν(ε)
Perf να έχω ευτυχήσει να έχουμε ευτυχήσει
να έχεις ευτυχήσει να έχετε ευτυχήσει
να έχει ευτυχήσει να έχουν ευτυχήσει
Imper
ative
Pres ευτυχείτε
Aorist ευτύχησε ευτυχήστε, ευτυχήσετε
Part
iciple
Pres ευτυχώντας
Perf ευτυχισμένος, -η, -ο ευτυχισμένοι, -ες, -α
έχοντας ευτυχήσει
Infin Aorist ευτυχήσει