[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΦΙΣΤΩ
I draw attention to
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εφιστώ εφιστούμε
εφιστάς εφιστάτε
εφιστά εφιστούν(ε)
Imper
fect
εφιστούσα εφιστούσαμε
εφιστούσες εφιστούσατε
εφιστούσε εφιστούσαν(ε)
Aorist επέστησα επιστήσαμε
επέτησες επιστήσατε
επέστησε επέστησαν, επιστήσαν(ε)
Perf
ect
έχω επιστήσει έχουμε επιστήσει
έχεις επιστήσει έχετε επιστήσει
έχει επιστήσει έχουν επιστήσει
Plu
perf
ect
είχα επιστήσει είχαμε επιστήσει
είχες επιστήσει είχατε επιστήσει
είχε επιστήσει είχαν επιστήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα εφιστώ θα εφιστούμε
θα εφιστάς θα εφιστάτε
θα εφιστά θα εφιστούν(ε)
Simp
Fut
θα επιστήσω θα επιστήσουμε, θα επιστήσομε
θα επιστήσεις θα επιστήσετε
θα επιστήσει θα επιστήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επιστήσει θα έχουμε επιστήσει
θα έχεις επιστήσει θα έχετε επιστήσει
θα έχει επιστήσει θα έχουν επιστήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εφιστώ να εφιστούμε
να εφιστάς να εφιστάτε
να εφιστά να εφιστούν(ε)
Aorist να επιστήσω να επιστήσουμε, να επιστήσομε
να επιστήσεις να επιστήσετε
να επιστήσει να επιστήσουν(ε)
Perf να έχω επιστήσει να έχουμε επιστήσει
να έχεις επιστήσει να έχετε επιστήσει
να έχει επιστήσει να έχουν επιστήσει
Imper
ative
Pres εφιστάτε
Aorist εφίστησε επιστήστε, επιστήσετε
Part
iciple
Pres εφιστώντας
Perf έχοντας επιστήσει
Infin Aorist επιστήσει