[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΥΣΚΟΛΕΥΩ
I hamper
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δυσκολεύω δυσκολεύουμε, δυσκολεύομε δυσκολεύομαι δυσκολευόμαστε
δυσκολεύεις δυσκολεύετε δυσκολεύεσαι δυσκολεύεστε, δυσκολευόσαστε
δυσκολεύει δυσκολεύουν(ε) δυσκολεύεται δυσκολεύονται
Imper
fect
δυσκόλευα δυσκολεύαμε δυσκολευόμουν(α) δυσκολευόμαστε, δυσκολευόμασταν
δυσκόλευες δυσκολεύατε δυσκολευόσουν(α) δυσκολευόσαστε, δυσκολευόσασταν
δυσκόλευε δυσκόλευαν, δυσκολεύαν(ε) δυσκολευότανε δυσκολεύονταν, δυσκολευόντανε, δυσκολευόντουσαν
Aorist δυσκόλεψα δυσκολέψαμε δυσκολεύτηκα δυσκολευτήκαμε
δυσκόλεψες δυσκολέψατε δυσκολεύτηκες δυσκολευτήκατε
δυσκόλεψε δυσκόλεψαν, δυσκολέψαν(ε) δυσκολεύτηκε δυσκολεύτηκαν, δυσκολευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω δυσκολέψει έχουμε δυσκολέψει έχω δυσκολευτεί έχουμε δυσκολευτεί
έχεις δυσκολέψει έχετε δυσκολέψει έχεις δυσκολευτεί έχετε δυσκολευτεί
έχει δυσκολέψει έχουν δυσκολέψει έχει δυσκολευτεί έχουν δυσκολευτεί
Plu
per
fect
είχα δυσκολέψει είχαμε δυσκολέψει είχα δυσκολευτεί είχαμε δυσκολευτεί
είχες δυσκολέψει είχατε δυσκολέψει είχες δυσκολευτεί είχατε δυσκολευτεί
είχε δυσκολέψει είχαν δυσκολέψει είχε δυσκολευτεί είχαν δυσκολευτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα δυσκολεύω θα δυσκολεύουμε, θα δυσκολεύομε θα δυσκολεύομαι θα δυσκολευόμαστε
θα δυσκολεύεις θα δυσκολεύετε θα δυσκολεύεσαι θα δυσκολεύεστε, θα δυσκολευόσαστε
θα δυσκολεύει θα δυσκολεύουν(ε) θα δυσκολεύεται θα δυσκολεύονται
Simp
Fut
θα δυσκολέψω θα δυσκολέψουμε, θα δυσκολέψομε θα δυσκολευτώ θα δυσκολευτούμε
θα δυσκολέψεις θα δυσκολέψετε θα δυσκολευτείς θα δυσκολευτείτε
θα δυσκολέψει θα δυσκολέψουν(ε) θα δυσκολευτεί θα δυσκολευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δυσκολέψει θα έχουμε δυσκολέψει θα έχω δυσκολευτεί θα έχουμε δυσκολευτεί
θα έχεις δυσκολέψει θα έχετε δυσκολέψει θα έχεις δυσκολευτεί θα έχετε δυσκολευτεί
θα έχει δυσκολέψει θα έχουν δυσκολέψει θα έχει δυσκολευτεί θα έχουν δυσκολευτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δυσκολεύω να δυσκολεύουμε να δυσκολεύομαι να δυσκολευόμαστε
να δυσκολεύεις να δυσκολεύετε να δυσκολεύεσαι να δυσκολεύεστε, να δυσκολευόσαστε
να δυσκολεύει να δυσκολεύουν να δυσκολεύεται να δυσκολεύονται
Aorist να δυσκολέψω να δυσκολέψουμε να δυσκολευτώ να δυσκολευτούμε
να δυσκολέψεις να δυσκολέψετε να δυσκολευτείς να δυσκολευτείτε
να δυσκολέψει να δυσκολέψουν να δυσκολευτεί να δυσκολευτούν(ε)
Perf να έχω δυσκολέψει να έχουμε δυσκολέψει να έχω δυσκολευτεί να έχουμε δυσκολευτεί
να έχεις δυσκολέψει να έχετε δυσκολέψει να έχεις δυσκολευτεί να έχετε δυσκολευτεί
να έχει δυσκολέψει να έχουν δυσκολέψει να έχει δυσκολευτεί να έχουν δυσκολευτεί
Imper
ative
Pres δυσκόλευε δυσκολεύετε δυσκολεύεστε
Aorist δυσκόλεψε δυσκολέψτε, δυσκολεύτε δυσκολέψου δυσκολευτείτε
Part
iciple
Pres δυσκολεύοντας
Perf έχοντας δυσκολέψει
Infin Aorist δυσκολέψει δυσκολευτεί