ΔΥΣΤΥΧΩ
I am unhappy
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δυστυχώ δυστυχούμε
δυστυχείς δυστυχείτε
δυστυχεί δυστυχούν(ε)
Imper
fect
δυστυχούσα δυστυχούσαμε
δυστυχούσες δυστυχούσατε
δυστυχούσε δυστυχούσαν(ε)
Aorist δυστύχησα δυστυχήσαμε
δυστύχησες δυστυχήσατε
δυστύχησε δυστύχησαν, δυστυχήσαν(ε)
Perf
ect
έχω δυστυχήσει έχουμε δυστυχήσει
έχεις δυστυχήσει έχετε δυστυχήσει
έχει δυστυχήσει έχουν δυστυχήσει
Plu
perf
ect
είχα δυστυχήσει είχαμε δυστυχήσει
είχες δυστυχήσει είχατε δυστυχήσει
είχε δυστυχήσει είχαν δυστυχήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα δυστυχώ θα δυστυχούμε
θα δυστυχείς θα δυστυχείτε
θα δυστυχεί θα δυστυχούν(ε)
Simp
Fut
θα δυστυχήσω θα δυστυχήσουμε
θα δυστυχήσεις θα δυστυχήσετε
θα δυστυχήσει θα δυστυχήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δυστυχήσει θα έχουμε δυστυχήσει
θα έχεις δυστυχήσει θα έχετε δυστυχήσει
θα έχει δυστυχήσει θα έχουν δυστυχήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δυστυχώ να δυστυχούμε
να δυστυχείς να δυστυχείτε
να δυστυχεί να δυστυχούν(ε)
Aorist να δυστυχήσω να δυστυχήσουμε, να δυστυχήσομε
να δυστυχήσεις να δυστυχήσετε
να δυστυχήσει να δυστυχήσουν(ε)
Perf να έχω δυστυχήσει να έχουμε δυστυχήσει
να έχεις δυστυχήσει να έχετε δυστυχήσει
να έχει δυστυχήσει να έχουν δυστυχήσει
Imper
ative
Pres δυστυχείτε
Aorist δυστύχησε δυστυχήστε, δυστυχήσετε
Part
iciple
Pres δυστυχώντας
Perf δυστυχισμένος, -η, -ο δυστυχισμένοι, -ες, -α
έχοντας δυστυχήσει
Infin Aorist δυστυχήσει