ΔΙΟΡΙΖΩ
I appoint
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διορίζω διορίζουμε, διορίζομε διορίζομαι διοριζόμαστε
διορίζεις διορίζετε διορίζεσαι διορίζεστε, διοριζόσαστε
διορίζει διορίζουν(ε) διορίζεται διορίζονται
Imper
fect
διόριζα διορίζαμε διοριζόμουν(α) διοριζόμαστε, διοριζόμασταν
διόριζες διορίζατε διοριζόσουν(α) διοριζόσαστε, διοριζόσασταν
διόριζε διόριζαν, διορίζαν(ε) διοριζόταν(ε) διορίζονταν, διοριζόντανε, διοριζόντουσαν
Aorist διόρισα διορίσαμε διορίστηκα διοριστήκαμε
διόρισες διορίσατε διορίστηκες διοριστήκατε
διόρισε διόρισαν, διορίσαν(ε) διορίστηκε διορίστηκαν, διοριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω διορίσει
έχω διορισμένο
έχουμε διορίσει
έχουμε διορισμένο
έχω διοριστεί
είμαι διορισμένος, -η
έχουμε διοριστεί
είμαστε διορισμένοι, -ες
έχεις διορίσει
έχεις διορισμένο
έχετε διορίσει
έχετε διορισμένο
έχεις διοριστεί
είσαι διορισμένος, -η
έχετε διοριστεί
είστε διορισμένοι, -ες
έχει διορίσει
έχει διορισμένο
έχουν διορίσει
έχουν διορισμένο
έχει διοριστεί
είναι διορισμένος, -η, -ο
έχουν διοριστεί
είναι διορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διορίσει
είχα διορισμένο
είχαμε διορίσει
είχαμε διορισμένο
είχα διοριστεί
ήμουν διορισμένος, -η
είχαμε διοριστεί
ήμαστε διορισμένοι, -ες
είχες διορίσει
είχες διορισμένο
είχατε διορίσει
είχατε διορισμένο
είχες διοριστεί
ήσουν διορισμένος, -η
είχατε διοριστεί
ήσαστε διορισμένοι, -ες
είχε διορίσει
είχε διορισμένο
είχαν διορίσει
είχαν διορισμένο
είχε διοριστεί
ήταν διορισμένος, -η, -ο
είχαν διοριστεί
ήταν διορισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διορίζω θα διορίζουμε, θα διορίζομε θα διορίζομαι θα διοριζόμαστε
θα διορίζεις θα διορίζετε θα διορίζεσαι θα διορίζεστε, θα διοριζόσαστε
θα διορίζει θα διορίζουν(ε) θα διορίζεται θα διορίζονται
Simp
Fut
θα διορίσω θα διορίσουμε, θα διορίζομε θα διοριστώ θα διοριστούμε
θα διορίσεις θα διορίσετε θα διοριστείς θα διοριστείτε
θα διορίσει θα διορίσουν(ε) θα διοριστεί θα διοριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διορίσει
θα έχω διορισμένο
θα έχουμε διορίσει
θα έχουμε διορισμένο
θα έχω διοριστεί
θα είμαι διορισμένος, -η
θα έχουμε διοριστεί
θα είμαστε διορισμένοι, -ες
θα έχεις διορίσει
θα έχεις διορισμένο
θα έχετε διορίσει
θα έχετε διορισμένο
θα έχεις διοριστεί
θα είσαι διορισμένος, -η
θα έχετε διοριστεί
θα είστε διορισμένοι, -ες
θα έχει διορίσει
θα έχει διορισμένο
θα έχουν διορίσει
θα έχουν διορισμένο
θα έχει διοριστεί
θα είναι διορισμένος, -η, -ο
θα έχουν διοριστεί
θα είναι διορισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διορίζω να διορίζουμε, να διορίζομε να διορίζομαι να διοριζόμαστε
να διορίζεις να διορίζετε να διορίζεσαι να διορίζεστε, να διοριζόσαστε
να διορίζει να διορίζουν(ε) να διορίζεται να διορίζονται
Aorist να διορίσω να διορίσουμε, να διορίσομε να διοριστώ να διοριστούμε
να διορίσεις να διορίσετε να διοριστείς να διοριστείτε
να διορίσει να διορίσουν(ε) να διοριστεί να διοριστούν(ε)
Perf να έχω διορίσει
να έχω διορισμένο
να έχουμε διορίσει
να έχουμε διορισμένο
να έχω διοριστεί
να είμαι διορισμένος, -η
να έχουμε διοριστεί
να είμαστε διορισμένοι, -ες
να έχεις διορίσει
να έχεις διορισμένο
να έχετε διορίσει
να έχετε διορισμένο
να έχεις διοριστεί
να είσαι διορισμένος, -η
να έχετε διοριστεί
να είστε διορισμένοι, -ες
να έχει διορίσει
να έχει διορισμένο
να έχουν διορίσει
να έχουν διορισμένο
να έχει διοριστεί
να είναι διορισμένος, -η, -ο
να έχουν διοριστεί
να είναι διορισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διόριζε διορίζετε διορίζεστε
Aorist διόρισε διορίστε διορίσου διοριστείτε
Part
iciple
Pres διορίζοντας διοριζόμενος
Perf έχοντας διορίσει, έχοντας διορισμένο διορισμένος, -η, -ο διορισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διορίσει διοριστεί