[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΙΝΩ
I give
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δίνω δίνουμε, δίνομε δίνομαι δινόμαστε
δίνεις δίνετε δίνεσαι δίνεστε, δινόσαστε
δίνει δίνουν(ε) δίνεται δίνονται
Imper
fect
έδινα δίναμε δινόμουν(α) δινόμαστε, δινόμασταν
έδινες δίνατε δινόσουν(α) δινόσαστε, δινόσασταν
έδινε έδιναν, δίναν(ε) δινόταν(ε) δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aorist έδωσα δώσαμε δόθηκα δοθήκαμε
έδωσες δώσατε δόθηκες δοθήκατε
έδωσε έδωσαν, δώσαν(ε) δόθηκε δόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fect
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fect
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ure
Cont
inuous
θα δίνω θα δίνουμε, θα δίνομε θα δίνομαι θα δινόμαστε
θα δίνεις θα δίνετε θα δίνεσαι θα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνει θα δίνουν(ε) θα δίνεται θα δίνονται
Simp
Fut
θα δώσω θα δώσουμε, θα δώσομε θα δοθώ θα δοθούμε
θα δώσεις θα δώσετε θα δοθείς θα δοθείτε
θα δώσει θα δώσουν(ε) θα δοθεί θα δοθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δίνω να δίνουμε, να δίνομε να δίνομαι να δινόμαστε
να δίνεις να δίνετε να δίνεσαι να δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνει να δίνουν(ε) να δίνεται να δίνονται
Aorist να δώσω να δώσουμε, να δώσομε να δοθώ να δοθούμε
να δώσεις να δώσετε να δοθείς να δοθείτε
να δώσει να δώσουν(ε) να δοθεί να δοθούν(ε)
Perf να έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ative
Pres δίνε δίνετε δίνεστε
Aorist δώσε δώστε δώσου δοθείτε
Part
iciple
Pres δίνοντας
Perf έχοντας δώσει, έχοντας δοσμένο δοσμένος, -η, -ο δοσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δώσει δοθεί