ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΙ
be entitled
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δικαιούμαι δικαιούμαστε, δικαιούμεθα
δικαιούσαι δικαιούστε, δικαιούσθε
δικαιούται δικαιούνται
Imper
fect
δικαιούμουν δικαιούμαστε
δικαιούνταν, εδικαιούτο δικαιούνταν, εδικαιούντο
Fut
ure
Cont
inuous
θα δικαιούμαι θα δικαιούμαστε, θα δικαιούμεθα
θα δικαιούσαι θα δικαιούστε, θα δικαιούσθε
θα δικαιούται θα δικαιούνται
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να δικαιούμαι να δικαιούμαστε, να δικαιούμεθα
να δικαιούσαι να δικαιούστε, να δικαιούσθε
να δικαιούται να δικαιούνται
Imper
ative
Pres
Part
iciple
Pres δικαιούμενος