[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΙΕΓΕΙΡΩ
I arouse
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διεγείρω διεγείρουμε, διεγείρομε διεγείρομαι διεγειρόμαστε
διεγείρεις διεγείρετε διεγείρεσαι διεγείρεστε, διεγειρόσαστε
διεγείρει διεγείρουν(ε) διεγείρεται διεγείρονται
Imper
fect
διήγειρα, διέγειρα διεγείραμε διεγειρόμουν(α) διεγειρόμαστε
διήγειρες, διέγειρες διεγείρατε διεγειρόσουν(α) διεγειρόσαστε
διήγειρε, διέγειρε διήγειραν, διεγείραν(ε) διεγειρόταν(ε) διεγείρονταν
Aorist διήγειρα, διέγειρα διεγείραμε διεγέρθηκα διεγερθήκαμε
διήγειρες, διέγειρες διεγείρατε διεγέρθηκες διεγερθήκατε
διήγειρε, διέγειρε διήγειραν, διεγείραν(ε) διεγέρθηκε διεγέρθηκαν, διεγερθήκαν(ε)
Per
fect
έχω διεγείρει έχουμε διεγείρει έχω διεγερθεί
είμαι διεγερμένος, -η
έχουμε διεγερθεί
είμαστε διεγερμένοι, -ες
έχεις διεγείρει έχετε διεγείρει έχεις διεγερθεί
είσαι διεγερμένος, -η
έχετε διεγερθεί
είστε διεγερμένοι, -ες
έχει διεγείρει έχουν διεγείρει έχει διεγερθεί
είναι διεγερμένος, -η, -ο
έχουν διεγερθεί
είναι διεγερμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διεγείρει είχαμε διεγείρει είχα διεγερθεί
ήμουν διεγερμένος, -η
είχαμε διεγερθεί
ήμαστε διεγερμένοι, -ες
είχες διεγείρει είχατε διεγείρει είχες διεγερθεί
ήσουν διεγερμένος, -η
είχατε διεγερθεί
ήσαστε διεγερμένοι, -ες
είχε διεγείρει είχαν διεγείρει είχε διεγερθεί
ήταν διεγερμένος, -η, -ο
είχαν διεγερθεί
ήταν διεγερμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διεγείρω θα διεγείρουμε, θα διεγείρομε θα διεγείρομαι θα διεγειρόμαστε
θα διεγείρεις θα διεγείρετε θα διεγείρεσαι θα διεγείρεστε, θα διεγειρόσαστε
θα διεγείρει θα διεγείρουν(ε) θα διεγείρεται θα διεγείρονται
Simp
Fut
θα διεγείρω θα διεγείρουμε, θα διεγείρομε θα διεγερθώ θα διεγερθούμε
θα διεγείρεις θα διεγείρετε θα διεγερθείς θα διεγερθείτε
θα διεγείρει θα διεγείρουν(ε) θα διεγερθεί θα διεγερθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διεγείρει θα έχουμε διεγείρει θα έχω διεγερθεί
θα είμαι διεγερμένος, -η
θα έχουμε διεγερθεί
θα είμαστε διεγερμένοι, -ες
θα έχεις διεγείρει θα έχετε διεγείρει θα έχεις διεγερθεί
θα είσαι διεγερμένος, -η
θα έχετε διεγερθεί
θα είστε διεγερμένοι, -ες
θα έχει διεγείρει θα έχουν διεγείρει θα έχει διεγερθεί
θα είναι διεγερμένος, -η, -ο
θα έχουν διεγερθεί
θα είναι διεγερμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διεγείρω να διεγείρουμε, να διεγείρομε να διεγείρομαι να διεγειρόμαστε
να διεγείρεις να διεγείρετε να διεγείρεσαι να διεγείρεστε, να διεγειρόσαστε
να διεγείρει να διεγείρουν(ε) να διεγείρεται να διεγείρονται
Aorist να διεγείρω να διεγείρουμε, να διεγείρομε να διεγερθώ να διεγερθούμε
να διεγείρεις να διεγείρετε να διεγερθείς να διεγερθείτε
να διεγείρει να διεγείρουν(ε) να διεγερθεί να διεγερθούν(ε)
Perf να έχω διεγείρει να έχουμε διεγείρει να έχω διεγερθεί
να είμαι διεγερμένος, -η
να έχουμε διεγερθεί
να είμαστε διεγερμένοι, -ες
να έχεις διεγείρει να έχετε διεγείρει να έχεις διεγερθεί
να είσαι διεγερμένος, -η
να έχετε διεγερθεί
να είστε διεγερμένοι, -ες
να έχει διεγείρει να έχουν διεγείρει να έχει διεγερθεί
να είναι διεγερμένος, -η, -ο
να έχουν διεγερθεί
να είναι διεγερμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διέγειρε διεγείρετε διεγείρεστε
Aorist διέγειρε διεγείρετε (διεγέρσου) διεγερθείτε
Part
iciple
Pres διεγείροντας διεγειρόμενος
Perf έχοντας διεγείρει διεγερμένος, -η, -ο διεγερμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διεγείρει διεγερθεί