ΔΙΑΘΕΤΩ
I bequeth
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαθέτω διαθέτουμε, διαθέτομε διατίθεμαι διατιθέμεθα
διαθέτεις διαθέτετε διατίθεσαι διατίθεσθε
διαθέτει διαθέτουν(ε) διατίθεται διατίθενται
Imper
fect
διέθετα διαθέταμε
διέθετες διαθέτατε
διέθετε διέθεταν, διαθέταν(ε) διατίθετο διατίθεντο
Aorist διέθεσα διαθέσαμε διατέθηκα διατεθήκαμε
διέθεσες διαθέσατε διατέθηκες διατεθήκατε
διέθεσε διέθεσαν, διαθέσαν(ε) διατέθηκε διατέθηκαν, διατεθήκαν(ε)
Per
fect
έχω διαθέσει έχουμε διαθέσει έχω διατεθεί
είμαι διατεθειμένος, -η
έχουμε διατεθεί
είμαστε διατεθειμένοι, -ες
έχεις διαθέσει έχετε διαθέσει έχεις διατεθεί
είσαι διατεθειμένος, -η
έχετε διατεθεί
είστε διατεθειμένοι, -ες
έχει διαθέσει έχουν διαθέσει έχει διατεθεί
είναι διατεθειμένος, -η, -ο
έχουν διατεθεί
είναι διατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διαθέσει είχαμε διαθέσει είχα διατεθεί
ήμουν διατεθειμένος, -η
είχαμε διατεθεί
ήμαστε διατεθειμένοι, -ες
είχες διαθέσει είχατε διαθέσει είχες διατεθεί
ήσουν διατεθειμένος, -η
είχατε διατεθεί
ήσαστε διατεθειμένοι, -ες
είχε διαθέσει είχαν διαθέσει είχε διατεθεί
ήταν διατεθειμένος, -η, -ο
είχαν διατεθεί
ήταν διατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαθέτω θα διαθέτουμε, θα διαθέτομε θα διατίθεμαι θα διατιθέμεθα
θα διαθέτεις θα διαθέτετε θα διατίθεσαι θα διατίθεσθε
θα διαθέτει θα διαθέτουν(ε) θα διατίθεται θα διατίθενται
Simp
Fut
θα διαθέσω θα διαθέσουμε, θα διαθέσομε θα διατεθώ θα διατεθούμε
θα διαθέσεις θα διαθέσετε θα διατεθείς θα διατεθείτε
θα διαθέσει θα διαθέσουν(ε) θα διατεθεί θα διατεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαθέσει θα έχουμε διαθέσει θα έχω διατεθεί
θα είμαι διατεθειμένος, -η
θα έχουμε διατεθεί
θα είμαστε διατεθειμένοι, -ες
θα έχεις διαθέσει θα έχετε διαθέσει θα έχεις διατεθεί
θα είσαι διατεθειμένος, -η
θα έχετε διατεθεί
θα είστε διατεθειμένοι, -ες
θα έχει διαθέσει θα έχουν διαθέσει θα έχει διατεθεί
θα είναι διατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν διατεθεί
θα είναι διατεθειμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαθέτω να διαθέτουμε, να διαθέτομε να διατίθεμαι να διατιθέμεθα
να διαθέτεις να διαθέτετε να διατίθεσαι να διατίθεσθε
να διαθέτει να διαθέτουν(ε) να διατίθεται να διατίθενται
Aorist να διαθέσω να διαθέσουμε, να διαθέσομε να διατεθώ να διατεθούμε
να διαθέσεις να διαθέσετε να διατεθείς να διατεθείτε
να διαθέσει να διαθέσουν(ε) να διατεθεί να διατεθούν(ε)
Perf να έχω διαθέσει να έχουμε διαθέσει να έχω διατεθεί
να είμαι διατεθειμένος, -η
να έχουμε διατεθεί
να είμαστε διατεθειμένοι, -ες
να έχεις διαθέσει να έχετε διαθέσει να έχεις διατεθεί
να είσαι διατεθειμένος, -η
να έχετε διατεθεί
να είστε διατεθειμένοι, -ες
να έχει διαθέσει να έχουν διαθέσει να έχει διατεθεί
να είναι διατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν διατεθεί
να είναι διατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διέθετε διαθέτετε διατίθεσθε
Aorist διέθεσε διαθέσετε, διαθέστε διαθέσου διατεθείτε
Part
iciple
Pres διαθέτοντας
Perf έχοντας διαθέσει διατεθειμένος, -η, -ο διατεθειμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διαθέσει διατεθεί