ΔΙΑΙΩΝΙΖΩ
I perpetuate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαιωνίζω διαιωνίζουμε, διαιωνίζομε διαιωνίζομαι διαιωνιζόμαστε
διαιωνίζεις διαιωνίζετε διαιωνίζεσαι διαιωνίζεστε, διαιωνιζόσαστε
διαιωνίζει διαιωνίζουν(ε) διαιωνίζεται διαιωνίζονται
Imper
fect
διαιώνιζα διαιωνίζαμε διαιωνιζόμουν(α) διαιωνιζόμαστε, διαιωνιζόμασταν
διαιώνιζες διαιωνίζατε διαιωνιζόσουν(α) διαιωνιζόσαστε, διαιωνιζόσασταν
διαιώνιζε διαιώνιζαν, διαιωνίζαν(ε) διαιωνιζόταν(ε) διαιωνίζονταν, διαιωνιζόντανε, διαιωνιζόντουσαν
Aorist διαιώνισα διαιωνίσαμε διαιωνίστηκα διαιωνιστήκαμε
διαιώνισες διαιωνίσατε διαιωνίστηκες διαιωνιστήκατε
διαιώνισε διαιώνισαν, διαιωνίσαν(ε) διαιωνίστηκε διαιωνίστηκαν, διαιωνιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω διαιωνίσει
έχω διαιωνισμένο
έχουμε διαιωνίσει
έχουμε διαιωνισμένο
έχω διαιωνιστεί
είμαι διαιωνισμένος, -η
έχουμε διαιωνιστεί
είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
έχεις διαιωνίσει
έχεις διαιωνισμένο
έχετε διαιωνίσει
έχετε διαιωνισμένο
έχεις διαιωνιστεί
είσαι διαιωνισμένος, -η
έχετε διαιωνιστεί
είστε διαιωνισμένοι, -ες
έχει διαιωνίσει
έχει διαιωνισμένο
έχουν διαιωνίσει
έχουν διαιωνισμένο
έχει διαιωνιστεί
είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
έχουν διαιωνιστεί
είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διαιωνίσει
είχα διαιωνισμένο
είχαμε διαιωνίσει
είχαμε διαιωνισμένο
είχα διαιωνιστεί
ήμουν διαιωνισμένος, -η
είχαμε διαιωνιστεί
ήμαστε διαιωνισμένοι, -ες
είχες διαιωνίσει
είχες διαιωνισμένο
είχατε διαιωνίσει
είχατε διαιωνισμένο
είχες διαιωνιστεί
ήσουν διαιωνισμένος, -η
είχατε διαιωνιστεί
ήσαστε διαιωνισμένοι, -ες
είχε διαιωνίσει
είχε διαιωνισμένο
είχαν διαιωνίσει
είχαν διαιωνισμένο
είχε διαιωνιστεί
ήταν διαιωνισμένος, -η, -ο
είχαν διαιωνιστεί
ήταν διαιωνισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαιωνίζω θα διαιωνίζουμε, θα διαιωνίζομε θα διαιωνίζομαι θα διαιωνιζόμαστε
θα διαιωνίζεις θα διαιωνίζετε θα διαιωνίζεσαι θα διαιωνίζεστε, θα διαιωνιζόσαστε
θα διαιωνίζει θα διαιωνίζουν(ε) θα διαιωνίζεται θα διαιωνίζονται
Simp
Fut
θα διαιωνίσω θα διαιωνίσουμε, θα διαιωνίζομε θα διαιωνιστώ θα διαιωνιστούμε
θα διαιωνίσεις θα διαιωνίσετε θα διαιωνιστείς θα διαιωνιστείτε
θα διαιωνίσει θα διαιωνίσουν(ε) θα διαιωνιστεί θα διαιωνιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαιωνίσει
θα έχω διαιωνισμένο
θα έχουμε διαιωνίσει
θα έχουμε διαιωνισμένο
θα έχω διαιωνιστεί
θα είμαι διαιωνισμένος, -η
θα έχουμε διαιωνιστεί
θα είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
θα έχεις διαιωνίσει
θα έχεις διαιωνισμένο
θα έχετε διαιωνίσει
θα έχετε διαιωνισμένο
θα έχεις διαιωνιστεί
θα είσαι διαιωνισμένος, -η
θα έχετε διαιωνιστεί
θα είστε διαιωνισμένοι, -ες
θα έχει διαιωνίσει
θα έχει διαιωνισμένο
θα έχουν διαιωνίσει
θα έχουν διαιωνισμένο
θα έχει διαιωνιστεί
θα είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιωνιστεί
θα είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαιωνίζω να διαιωνίζουμε, να διαιωνίζομε να διαιωνίζομαι να διαιωνιζόμαστε
να διαιωνίζεις να διαιωνίζετε να διαιωνίζεσαι να διαιωνίζεστε, να διαιωνιζόσαστε
να διαιωνίζει να διαιωνίζουν(ε) να διαιωνίζεται να διαιωνίζονται
Aorist να διαιωνίσω να διαιωνίσουμε, να διαιωνίσομε να διαιωνιστώ να διαιωνιστούμε
να διαιωνίσεις να διαιωνίσετε να διαιωνιστείς να διαιωνιστείτε
να διαιωνίσει να διαιωνίσουν(ε) να διαιωνιστεί να διαιωνιστούν(ε)
Perf να έχω διαιωνίσει
να έχω διαιωνισμένο
να έχουμε διαιωνίσει
να έχουμε διαιωνισμένο
να έχω διαιωνιστεί
να είμαι διαιωνισμένος, -η
να έχουμε διαιωνιστεί
να είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
να έχεις διαιωνίσει
να έχεις διαιωνισμένο
να έχετε διαιωνίσει
να έχετε διαιωνισμένο
να έχεις διαιωνιστεί
να είσαι διαιωνισμένος, -η
να έχετε διαιωνιστεί
να είστε διαιωνισμένοι, -ες
να έχει διαιωνίσει
να έχει διαιωνισμένο
να έχουν διαιωνίσει
να έχουν διαιωνισμένο
να έχει διαιωνιστεί
να είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
να έχουν διαιωνιστεί
να είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διαιώνιζε διαιωνίζετε διαιωνίζεστε
Aorist διαιώνισε διαιωνίστε διαιωνίσου διαιωνιστείτε
Part
iciple
Pres διαιωνίζοντας διαιωνιζόμενος
Perf έχοντας διαιωνίσει, έχοντας διαιωνισμένο διαιωνισμένος, -η, -ο διαιωνισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διαιωνίσει διαιωνιστεί