ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ
I defend myself
Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
απολογούμαι απολογούμαστε
απολογείσαι απολογείστε
απολογείται απολογούνται
Imper
fect
απολογούμουν απολογούμαστε
απολογούνταν, απολογείτο απολογούνταν, απολογούντο
Aorist απολογήθηκα απολογηθήκαμε
απολογήθηκες απολογηθήκατε
απολογήθηκε απολογήθηκαν, απολογηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω απολογηθεί έχουμε απολογηθεί
έχεις απολογηθεί έχετε απολογηθεί
έχει απολογηθεί έχουν απολογηθεί
Plu
perf
ect
είχα απολογηθεί είχαμε απολογηθεί
είχες απολογηθεί είχατε απολογηθεί
είχε απολογηθεί είχαν απολογηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα απολογούμαι θα απολογούμαστε
θα απολογείσαι θα απολογείστε
θα απολογείται θα απολογούνται
Simp
Fut
θα απολογηθώ θα απολογηθούμε
θα απολογηθείς θα απολογηθείτε
θα απολογηθεί θα απολογηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω απολογηθεί θα έχουμε απολογηθεί
θα έχεις απολογηθεί θα έχετε απολογηθεί
θα έχει απολογηθεί θα έχουν απολογηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να απολογούμαι να απολογούμαστε
να απολογείσαι να απολογείστε
να απολογείται να απολογούνται
Aorist να απολογηθώ να απολογηθούμε
να απολογηθείς να απολογηθείτε
να απολογηθεί να απολογηθούν(ε)
Perf να έχω απολογηθεί να έχουμε απολογηθεί
να έχεις απολογηθεί να έχετε απολογηθεί
να έχει απολογηθεί να έχουν απολογηθεί
Imper
ative
Pres απολογείστε
Aorist απολογήσου απολογηθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist απολογηθεί