ΑΠΟΚΡΟΥΩ
I repulse
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αποκρούω αποκρούουμε, αποκρούομε αποκρούομαι αποκρουόμαστε
αποκρούεις αποκρούετε αποκρούεσαι αποκρούεστε, αποκρουόσαστε
αποκρούει αποκρούουν(ε) αποκρούεται αποκρούονται
Imper
fect
απέκρουα αποκρούαμε αποκρουόμουν(α) αποκρουόμαστε
απέκρουες αποκρούατε αποκρουόσουν(α) αποκρουόσαστε
απέκρουε απέκρουαν, αποκρούαν(ε) αποκρουόταν(ε) αποκρούονταν
Aorist απέκρουσα, απόκρουσα αποκρούσαμε αποκρούστηκα αποκρουστήκαμε
απέκρουσες, απόκρουσες αποκρούσατε αποκρούστηκες αποκρουστήκατε
απέκρουσε, απόκρουσε απέκρουσαν, αποκρούσαν(ε) αποκρούστηκε αποκρούστηκαν, αποκρουστήκαν(ε)
Per
fect
έχω αποκρούσει έχουμε αποκρούσει έχω αποκρουστεί έχουμε αποκρουστεί
έχεις αποκρούσει έχετε αποκρούσει έχεις αποκρουστεί έχετε αποκρουστεί
έχει αποκρούσει έχουν αποκρούσει έχει αποκρουστεί έχουν αποκρουστεί
Plu
per
fect
είχα αποκρούσει είχαμε αποκρούσει είχα αποκρουστεί είχαμε αποκρουστεί
είχες αποκρούσει είχατε αποκρούσει είχες αποκρουστεί είχατε αποκρουστεί
είχε αποκρούσει είχαν αποκρούσει είχε αποκρουστεί είχαν αποκρουστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα αποκρούω θα αποκρούουμε, θα αποκρούομε θα αποκρούομαι θα αποκρουόμαστε
θα αποκρούεις θα αποκρούετε θα αποκρούεσαι θα αποκρούεστε θα αποκρουόσαστε
θα αποκρούει θα αποκρούουν(ε) θα αποκρούεται θα αποκρούονται
Simp
Fut
θα αποκρούσω θα αποκρούσουμε, θα αποκρούσομε θα αποκρουστώ θα αποκρουστούμε
θα αποκρούσεις θα αποκρούσετε θα αποκρουστείς θα αποκρουστείτε
θα αποκρούσει θα αποκρούσουν(ε) θα αποκρουστεί θα αποκρουστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αποκρούσει θα έχουμε αποκρούσει θα έχω αποκρουστεί θα έχουμε αποκρουστεί
θα έχεις αποκρούσει θα έχετε αποκρούσει θα έχεις αποκρουστεί θα έχετε αποκρουστεί
θα έχει αποκρούσει θα έχουν αποκρούσει θα έχει αποκρουστεί θα έχουν αποκρουστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αποκρούω να αποκρούουμε, να αποκρούομε να αποκρούομαι να αποκρουόμαστε
να αποκρούεις να αποκρούετε να αποκρούεσαι να αποκρούεστε, να αποκρουόσαστε
να αποκρούει να αποκρούουν(ε) να αποκρούεται να αποκρούονται
Aorist να αποκρούσω να αποκρούσουμε, να αποκρούσομε να αποκρουστώ να αποκρουστούμε
να αποκρούσεις να αποκρούσετε να αποκρουστείς να αποκρουστείτε
να αποκρούσει να αποκρούσουν(ε) να αποκρουστεί να αποκρουστούν(ε)
Perf να έχω αποκρούσει να έχουμε αποκρούσει να έχω αποκρουστεί να έχουμε αποκρουστεί
να έχεις αποκρούσει να έχετε αποκρούσει να έχεις αποκρουστεί να έχετε αποκρουστεί
να έχει αποκρούσει να έχουν αποκρούσει να έχει αποκρουστεί να έχουν αποκρουστεί
Imper
ative
Pres απόκρουε αποκρούετε αποκρούεστε
Aorist απόκρουσε αποκρούσετε, αποκρούστε αποκρούσου αποκρουστείτε
Part
iciple
Pres αποκρούοντας
Perf έχοντας αποκρούσει αποκρουσμένος, -η, -ο αποκρουσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αποκρούσει αποκρουστεί