[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΑΠΛΩΝΩ
I spread
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
απλώνω απλώνουμε, απλώνομε απλώνομαι απλωνόμαστε
απλώνεις απλώνετε απλώνεσαι απλώνεστε, απλωνόσαστε
απλώνει απλώνουν(ε) απλώνεται απλώνονται
Imper
fect
άπλωνα απλώναμε απλωνόμουν(α) απλωνόμαστε, απλωνόμασταν
άπλωνες απλώνατε απλωνόσουν(α) απλωνόσαστε, απλωνόσασταν
άπλωνε άπλωναν, απλώναν(ε) απλωνόταν(ε) απλώνονταν, απλωνόντανε, απλωνόντουσαν
Aorist άπλωσα απλώσαμε απλώθηκα απλωθήκαμε
άπλωσες απλώσατε απλώθηκες απλωθήκατε
άπλωσε άπλωσαν, απλώσαν(ε) απλώθηκε απλώθηκαν, απλωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω απλώσει
έχω απλωμένο
έχουμε απλώσει
έχουμε απλωμένο
έχω απλωθεί
είμαι απλωμένος, -η
έχουμε απλωθεί
είμαστε απλωμένοι, -ες
έχεις απλώσει
έχεις απλωμένο
έχετε απλώσει
έχετε απλωμένο
έχεις απλωθεί
είσαι απλωμένος, -η
έχετε απλωθεί
είστε απλωμένοι, -ες
έχει απλώσει
έχει απλωμένο
έχουν απλώσει
έχουν απλωμένο
έχει απλωθεί
είναι απλωμένος, -η, -ο
έχουν απλωθεί
είναι απλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα απλώσει
είχα απλωμένο
είχαμε απλώσει
είχαμε απλωμένο
είχα απλωθεί
ήμουν απλωμένος, -η
είχαμε απλωθεί
ήμαστε απλωμένοι, -ες
είχες απλώσει
είχες απλωμένο
είχατε απλώσει
είχατε απλωμένο
είχες απλωθεί
ήσουν απλωμένος, -η
είχατε απλωθεί
ήσαστε απλωμένοι, -ες
είχε απλώσει
είχε απλωμένο
είχαν απλώσει
είχαν απλωμένο
είχε απλωθεί
ήταν απλωμένος, -η, -ο
είχαν απλωθεί
ήταν απλωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα απλώνω θα απλώνουμε, θα απλώνομε θα απλώνομαι θα απλωνόμαστε
θα απλώνεις θα απλώνετε θα απλώνεσαι θα απλώνεστε, θα απλωνόσαστε
θα απλώνει θα απλώνουν(ε) θα απλώνεται θα απλώνονται
Simp
Fut
θα απλώσω θα απλώσουμε, θα απλώσομε θα απλωθώ θα απλωθούμε
θα απλώσεις θα απλώσετε θα απλωθείς θα απλωθείτε
θα απλώσει θα απλώσουν θα απλωθεί θα απλωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω απλώσει
θα έχω απλωμένο
θα έχουμε απλώσει
θα έχουμε απλωμένο
θα έχω απλωθεί
θα είμαι απλωμένος, -η
θα έχουμε απλωθεί
θα είμαστε απλωμένοι, -ες
θα έχεις απλώσει
θα έχεις απλωμένο
θα έχετε απλώσει
θα έχετε απλωμένο
θα έχεις απλωθεί
θα είσαι απλωμένος, -η
θα έχετε απλωθεί
θα είστε απλωμένοι, -ες
θα έχει απλώσει
θα έχει απλωμένο
θα έχουν απλώσει
θα έχουν απλωμένο
θα έχει απλωθεί
θα είναι απλωμένος, -η, -ο
θα έχουν απλωθεί
θα είναι απλωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να απλώνω να απλώνουμε, να απλώνομε να απλώνομαι να απλωνόμαστε
να απλώνεις να απλώνετε να απλώνεσαι να απλώνεστε, να απλωνόσαστε
να απλώνει να απλώνουν(ε) να απλώνεται να απλώνονται
Aorist να απλώσω να απλώσουμε, να απλώσομε να απλωθώ να απλωθούμε
να απλώσεις να απλώσετε να απλωθείς να απλωθείτε
να απλώσει να απλώσουν(ε) να απλωθεί να απλωθούν(ε)
Perf να έχω απλώσει
να έχω απλωμένο
να έχουμε απλώσει
να έχουμε απλωμένο
να έχω απλωθεί
να είμαι απλωμένος, -η
να έχουμε απλωθεί
να είμαστε απλωμένοι, -ες
να έχεις απλώσει
να έχεις απλωμένο
να έχετε απλώσει
να έχετε απλωμένο
να έχεις απλωθεί
να είσαι απλωμένος, -η
να έχετε απλωθεί
να είστε απλωμένοι, -ες
να έχει απλώσει
να έχει απλωμένο
να έχουν απλώσει
να έχουν απλωμένο
να έχει απλωθεί
να είναι απλωμένος, -η, -ο
να έχουν απλωθεί
να είναι απλωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres άπλωνε απλώνετε απλώνεστε
Aorist άπλωσε απλώστε, απλώσετε απλώσου απλωθείτε
Part
iciple
Pres απλώνοντας
Perf έχοντας απλώσει, έχοντας απλωμένο απλωμένος, -η, -ο απλωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist απλώσει απλωθεί