ΑΝΗΚΩ
I belong
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ανήκω ανήκουμε, ανήκομε
ανήκεις ανήκετε
ανήκει ανήκουν(ε)
Imper
fect
ανήκα ανήκαμε
ανήκες ανήκατε
ανήκε ανήκαν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα ανήκω θα ανήκουμε, θα ανήκομε
θα ανήκεις θα ανήκετε
θα ανήκει θα ανήκουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να ανήκω να ανήκουμε, να ανήκομε
να ανήκεις να ανήκετε
να ανήκει να ανήκουν(ε)
Imper
ative
Pres ανήκετε
Part
iciple
Pres ανήκοντας