ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΩ
I shiver
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ανατριχιάζω ανατριχιάζουμε, ανατριχιάζομε
ανατριχιάζεις ανατριχιάζετε
ανατριχιάζει ανατριχιάζουν(ε)
Imper
fect
ανατρίχιαζα ανατριχιάζαμε
ανατρίχιαζες ανατριχιάζατε
ανατρίχιαζε ανατρίχιαζαν, ανατριχιάζαν(ε)
Aorist ανατρίχιασα ανατριχιάσαμε
ανατρίχιασες ανατριχιάσατε
ανατρίχιασε ανατρίχιασαν, ανατριχιάσαν(ε)
Per
fect
έχω ανατριχιάσει έχουμε ανατριχιάσει
έχεις ανατριχιάσει έχετε ανατριχιάσει
έχει ανατριχιάσει έχουν ανατριχιάσει
Plu
per
fect
είχα ανατριχιάσει είχαμε ανατριχιάσει
είχες ανατριχιάσει είχατε ανατριχιάσει
είχε ανατριχιάσει είχαν ανατριχιάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ανατριχιάζω θα ανατριχιάζουμε, θα ανατριχιάζομε
θα ανατριχιάζεις θα ανατριχιάζετε
θα ανατριχιάζει θα ανατριχιάζουν(ε)
Simp
Fut
θα ανατριχιάσω θα ανατριχιάσουμε, θα ανατριχιάζομε
θα ανατριχιάσεις θα ανατριχιάσετε
θα ανατριχιάσει θα ανατριχιάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ανατριχιάσει θα έχουμε ανατριχιάσει
θα έχεις ανατριχιάσει θα έχετε ανατριχιάσει
θα έχει ανατριχιάσει θα έχουν ανατριχιάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ανατριχιάζω να ανατριχιάζουμε, να ανατριχιάζομε
να ανατριχιάζεις να ανατριχιάζετε
να ανατριχιάζει να ανατριχιάζουν(ε)
Aorist να ανατριχιάσω να ανατριχιάσουμε, να ανατριχιάσομε
να ανατριχιάσεις να ανατριχιάσετε
να ανατριχιάσει να ανατριχιάσουν(ε)
Perf να έχω ανατριχιάσει να έχουμε ανατριχιάσει
να έχεις ανατριχιάσει να έχετε ανατριχιάσει
να έχει ανατριχιάσει να έχουν ανατριχιάσει
Imper
ative
Pres ανατρίχιαζε ανατριχιάζετε
Aorist ανατρίχιασε ανατριχιάστε
Part
iciple
Pres ανατριχιάζοντας
Perf έχοντας ανατριχιάσει
Infin Aorist ανατριχιάσει