ΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
I suspend
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αναστέλλω αναστέλλουμε, αναστέλλομε αναστέλλομαι αναστελλόμαστε
αναστέλλεις αναστέλλετε αναστέλλεσαι αναστέλλεστε, αναστελλόσαστε
αναστέλλει αναστέλλουν(ε) αναστέλλεται αναστέλλονται
Imper
fect
ανέστελλα αναστέλλαμε αναστελλόμουν(α) αναστελλόμαστε
ανέστελλες αναστέλλατε αναστελλόσουν(α) αναστελλόσαστε
ανέστελλε ανάστελλαν, αναστέλλαν(ε), ανέστελλαν αναστελλόταν(ε) αναστέλλονταν
Aorist ανέστειλα αναστείλαμε
ανέστειλες αναστείλατε
ανέστειλε ανέστειλαν, αναστείλαν(ε) ανεστάλε ανεστάλησαν
Per
fect
έχω αναστείλει έχουμε αναστείλει έχω ανασταλεί έχουμε ανασταλεί
έχεις αναστείλει έχετε αναστείλει έχεις ανασταλεί έχετε ανασταλεί
έχει αναστείλει έχουν αναστείλει έχει ανασταλεί έχουν ανασταλεί
Plu
per
fect
είχα αναστείλει είχαμε αναστείλει είχα ανασταλεί είχαμε ανασταλεί
είχες αναστείλει είχατε αναστείλει είχες ανασταλεί είχατε ανασταλεί
είχε αναστείλει είχαν αναστείλει είχε ανασταλεί είχαν ανασταλεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα αναστέλλω θα αναστέλλουμε, θα αναστέλλομε θα αναστέλλομαι θα αναστελλόμαστε
θα αναστέλλεις θα αναστέλλετε θα αναστέλλεσαι θα αναστέλλεστε, θα αναστελλόσαστε
θα αναστέλλει θα αναστέλλουν(ε) θα αναστέλλεται θα αναστέλλονται
Simp
Fut
θα αναστείλω θα αναστείλουμε, θα αναστείλομε θα ανασταλώ θα ανασταλούμε
θα αναστείλεις θα αναστείλετε θα ανασταλείς θα ανασταλείτε
θα αναστείλει θα αναστείλουν(ε) θα ανασταλεί θα ανασταλούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αναστείλει θα έχουμε αναστείλει θα έχω ανασταλεί θα έχουμε ανασταλεί
θα έχεις αναστείλει θα έχετε αναστείλει θα έχεις ανασταλεί θα έχετε ανασταλεί
θα έχει αναστείλει θα έχουν αναστείλει θα έχει ανασταλεί θα έχουν ανασταλεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αναστέλλω να αναστέλλουμε, να αναστέλλομε να αναστέλλομαι να αναστελλόμαστε
να αναστέλλεις να αναστέλλετε να αναστέλλεσαι να αναστέλλεστε, να αναστελλόσαστε
να αναστέλλει να αναστέλλουν(ε) να αναστέλλεται να αναστέλλονται
Aorist να αναστείλω να αναστείλουμε, να αναστείλομε να ανασταλώ να ανασταλούμε
να αναστείλεις να αναστείλετε να ανασταλείς να ανασταλείτε
να αναστείλει να αναστείλουν(ε) να ανασταλεί να ανασταλούν(ε)
Perf να έχω αναστείλει να έχουμε αναστείλει να έχω ανασταλεί να έχουμε ανασταλεί
να έχεις αναστείλει να έχετε αναστείλει να έχεις ανασταλεί να έχετε ανασταλεί
να έχει αναστείλει να έχουν αναστείλει να έχει ανασταλεί να έχουν ανασταλεί
Imper
ative
Pres ανάστελλε αναστέλλετε αναστέλλεστε
Aorist ανέστειλε αναστείλετε, αναστείλτε ανασταλείτε
Part
iciple
Pres αναστέλλοντας
Perf έχοντας αναστείλει αναστελεμένος, -η, -ο αναστελεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αναστείλει ανασταλεί