ΑΜΠΑΛΑΡΩ
I package
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αμπαλάρω αμπαλάρουμε, αμπαλάρομε αμπαλάρομαι αμπαλαριζόμαστε
αμπαλάρεις αμπαλάρετε αμπαλάρεσαι αμπαλάρεστε, αμπαλαριζόσαστε
αμπαλάρει αμπαλάρουν(ε) αμπαλάρεται αμπαλάρονται
Imper
fect
αμπαλάριζα αμπαλάραμε αμπαλαριζόμουν(α) αμπαλαριζόμαστε, αμπαλαριζόμασταν
αμπαλάριζες αμπαλάρατε αμπαλαριζόσουν(α) αμπαλαριζόσαστε, αμπαλαριζόσασταν
αμπαλάριζε αμπαλάριζαν, αμπαλάραν(ε) αμπαλαριζόταν(ε) αμπαλάρονταν, αμπαλαριζόντανε, αμπαλαριζόντουσαν
Aorist αμπαλάρισα αμπαλάραμε αμπαλαρίστηκα αμπαλαριστήκαμε
αμπαλάρισες αμπαλάρατε αμπαλαρίστηκες αμπαλαριστήκατε
αμπαλάρισε αμπαλάρισαν, αμπαλάραν(ε) αμπαλαρίστηκε αμπαλαριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω αμπαλάρει
έχω αμπαλαρισμένο
έχουμε αμπαλάρει
έχουμε αμπαλαρισμένο
έχω αμπαλαριστεί
είμαι αμπαλαρισμένος, -η
έχουμε αμπαλαριστεί
είμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
έχεις αμπαλάρει
έχεις αμπαλαρισμένο
έχετε αμπαλάρει
έχετε αμπαλαρισμένο
έχεις αμπαλαριστεί
είσαι αμπαλαρισμένος, -η
έχετε αμπαλαριστεί
είστε αμπαλαρισμένοι, -ες
έχει αμπαλάρει
έχει αμπαλαρισμένο
έχουν αμπαλάρει
έχουν αμπαλαρισμένο
έχει αμπαλαριστεί
είναι αμπαλαρισμένος, -η, -ο
έχουν αμπαλαριστεί
είναι αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα αμπαλάρει
είχα αμπαλαρισμένο
είχαμε αμπαλάρει
είχαμε αμπαλαρισμένο
είχα αμπαλαριστεί
ήμουν αμπαλαρισμένος, -η
είχαμε αμπαλαριστεί
ήμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
είχες αμπαλάρει
είχες αμπαλαρισμένο
είχατε αμπαλάρει
είχατε αμπαλαρισμένο
είχες αμπαλαριστεί
ήσουν αμπαλαρισμένος, -η
είχατε αμπαλαριστεί
ήσαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
είχε αμπαλάρει
είχε αμπαλαρισμένο
είχαν αμπαλάρει
είχαν αμπαλαρισμένο
είχε αμπαλαριστεί
ήταν αμπαλαρισμένος, -η, -ο
είχαν αμπαλαριστεί
ήταν αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα αμπαλάρω θα αμπαλάρουμε, θα αμπαλάρομε θα αμπαλάρομαι θα αμπαλαριζόμαστε
θα αμπαλάρεις θα αμπαλάρετε θα αμπαλάρεσαι θα αμπαλάρεστε, θα αμπαλαριζόσαστε
θα αμπαλάρει θα αμπαλάρουν(ε) θα αμπαλάρεται θα αμπαλάρονται
Simp
Fut
θα αμπαλάρω θα αμπαλάρουμε, θα αμπαλάρομε θα αμπαλαριστώ θα αμπαλαριστούμε
θα αμπαλάρεις θα αμπαλάρετε θα αμπαλαριστείς θα αμπαλαριστείτε
θα αμπαλάρει θα αμπαλάρουν(ε) θα αμπαλαριστεί θα αμπαλαριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αμπαλάρει
θα έχω αμπαλαρισμένο
θα έχουμε αμπαλάρει
θα έχουμε αμπαλαρισμένο
θα έχω αμπαλαριστεί
θα είμαι αμπαλαρισμένος, -η
θα έχουμε αμπαλαριστεί
θα είμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
θα έχεις αμπαλάρει
θα έχεις αμπαλαρισμένο
θα έχετε αμπαλάρει
θα έχετε αμπαλαρισμένο
θα έχεις αμπαλαριστεί
θα είσαι αμπαλαρισμένος, -η
θα έχετε αμπαλαριστεί
θα είστε αμπαλαρισμένοι, -ες
θα έχει αμπαλάρει
θα έχει αμπαλαρισμένο
θα έχουν αμπαλάρει
θα έχουν αμπαλαρισμένο
θα έχει αμπαλαριστεί
θα είναι αμπαλαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν αμπαλαριστεί
θα είναι αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αμπαλάρω να αμπαλάρουμε, να αμπαλάρομε να αμπαλάρομαι να αμπαλαριζόμαστε
να αμπαλάρεις να αμπαλάρετε να αμπαλάρεσαι να αμπαλάρεστε, να αμπαλαριζόσαστε
να αμπαλάρει να αμπαλάρουν(ε) να αμπαλάρεται να αμπαλάρονται
Aorist να αμπαλάρω να αμπαλάρουμε, να αμπαλάρομε να αμπαλαριστώ να αμπαλαριστούμε
να αμπαλάρεις να αμπαλάρετε να αμπαλαριστείς να αμπαλαριστείτε
να αμπαλάρει να αμπαλάρουν(ε) να αμπαλαριστεί να αμπαλαριστούν(ε)
Perf να έχω αμπαλάρει
να έχω αμπαλαρισμένο
να έχουμε αμπαλάρει
να έχουμε αμπαλαρισμένο
να έχω αμπαλαριστεί
να είμαι αμπαλαρισμένος, -η
να έχουμε αμπαλαριστεί
να είμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
να έχεις αμπαλάρει
να έχεις αμπαλαρισμένο
να έχετε αμπαλάρει
να έχετε αμπαλαρισμένο
να έχεις αμπαλαριστεί
να είσαι αμπαλαρισμένος, -η
να έχετε αμπαλαριστεί
να είστε αμπαλαρισμένοι, -ες
να έχει αμπαλάρει
να έχει αμπαλαρισμένο
να έχουν αμπαλάρει
να έχουν αμπαλαρισμένο
να έχει αμπαλαριστεί
να είναι αμπαλαρισμένος, -η, -ο
να έχουν αμπαλαριστεί
να είναι αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres αμπαλάριζε αμπαλάρετε αμπαλάρεστε
Aorist αμπαλάρισε αμπαλάρετε αμπαλαρίσου αμπαλαριστείτε
Part
iciple
Pres αμπαλάροντας
Perf έχοντας αμπαλάρει, έχοντας αμπαλαρισμένο αμπαλαρισμένος, -η, -ο αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αμπαλάρει αμπαλαριστεί